Κεφάλιο

Κεφάλιο είναι η ταξιανθία στην οποία ο κύριος άξονας είναι βραχύς διαπλατυσμένος δισκοειδώς, πινακοειδώς, κωνοειδώς ή σφαιροειδώς, με πολλά και πυκνά απόδισκα ή σχεδόν απόδισκα άνθη (που συνήθως αποκαλούνται ανθίδια ή ανθήλια) στην κορυφή του.      

Κεράτιο

Ξηρός διαρρηκτός καρπός που προκύπτει από δυο συμφυή καρπόφυλλα (διαχωρίζονται με ψευδοδιάφραγμα, που έχει συνήθως μεμβρανώδη μορφή). Τα σπέρματα εμφανίζονται στο ψευδοδιάφραγμα, καθώς οι δυο βαλβίδες αποχωρίζονται από αυτό (από κάτω προς τα επάνω).      

Κάψα

Κάψα είναι ο ξηρός, διαρρηκτός καρπός που προκύπτει από δυο ή περισσότερα πολύσπερμα και συμφυή (δηλαδή ενωμένα) καρπόφυλλα.    

Κάρυο

Ξηρός αδιάρρηκτος, μονόσπερμος καρπός που προκύπτει από μονόχωρη ωοθήκη, η οποία αρχικά έφερε μερικά καρπόφυλλα με τις αντίστοιχες σπερμοβλάστες. Από τις σπερμοβλάστες αυτές μόνο η μία μετατράπηκε σε σπέρμα και οι υπόλοιπες εκφυλίστηκαν. Οι καρποί αυτοί μπορούν να φέρουν και διάφορα εξαρτήματα όπως κύπελλα (όπως π.χ. στα βαλανίδια), πτερύγια (όπως πχ. στα δισαμάρια των σφενδαμιών).    …

Καρπόφυλλο

Βασικό, δομικό στοιχείο του άνθους που φέρει και περικλείει τις σπερμοβλάστες. Για την ακρίβεια είναι το θηλυκό μέρος του άνθους και ένα ή πολλά μαζί σχηματίζουν το γυναίκειο ενός τυπικού άνθους.    

Κοινοκάρπιο

Καρπός που προέρχεται από ένα άνθος, το οποίο φέρει περισσότερα από ένα γυναίκεια (κάθε γυναίκειο αποτελείται από ένα καρπόφυλλο με μια σπερμοβλάστη). Υπάρχουν διάφορα είδη τέτοιων καρπών ανάλογα με τον τύπο των επιμέρους καρπών, που προκύπτουν από τα γυναίκεια.    

Καρπός σύνθετος

Καρπός που προέρχεται από ένα άνθος, το οποίο φέρει περισσότερα από ένα γυναίκεια (κάθε γυναίκειο αποτελείται από ένα καρπόφυλλο με μια σπερμοβλάστη). Υπάρχουν διάφορα είδη τέτοιων καρπών ανάλογα με τον τύπο των επιμέρους καρπών, που προκύπτουν από τα γυναίκεια.