Anthophore

An elongated stalk bearing the corolla, stamens and pistil above the receptacle and calyx – Ένα εξάρτημα σαν βλαστός που προεξέχει από τον κάλυκα και φέρει τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναίκειο    

Anthocarp

A fruit with some portion of the flower besides the pericarp persisting, as in pome with the fleshy perianth tube surrounding the pericarp – Όταν ένας καρπός περιέχει, εκτός από το περικάρπιο, τμήμα του άνθους όπως π.χ. στο μήλο που το περικάρπιο περιβάλλεται από το σαρκώδη σωλήνα του περιανθίου (είναι το σαρκώδες τμήμα του μήλου…