Κείμενο: Αθανάσιος Πανογεώργος, Απόφοιτος Τμήματος Δασοπονίας & Δ.Φ.Π. Καρπενησίου
Μορφές εκμεταλλεύσεων
Οι κύριες μορφές εκμεταλλεύσεων, με βάση τον τρόπο διαχείρισης, που έχουν διαμορφωθεί και λειτουργούν σήμερα σε πολλές περιοχές στην Ελλάδα είναι τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα.
Βοοειδή
Διακρίνονται δύο μορφές εκμεταλλεύσεων, η σταβλισμένη και η ελεύθερη βόσκηση. Στη σταβλισμένη μορφή τα ζώα διαβιούν μέσα σε ειδικά διαμορφωμένους στάβλους όπου διατρέφονται με συγκομιζόμενες τροφές ή σπανιότερα χρησιμοποιούν τη βλάστηση λειμώνων ή, ακόμα πιο σπάνια, λιβαδιών. Συνήθως εκτρέφονται ξενικές, γαλακτοπαραγωγές φυλές που υποστηρίζουν τη σχετική βιομηχανία στη χώρα μας (π.χ. Χολστάιν) ενώ η έμφαση στην κρεατοπαραγωγή είναι περιορισμένη. Υπολογίζεται ότι στη σταβλισμένη βοοτροφία υπάγεται το 25% περίπου του συνόλου των βοοειδών της χώρας μας.
Στο σύστημα της ελεύθερης βόσκησης, τα ζώα διαβιούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους χρη-σιμοποιώντας τη φυσική βλάστηση των λιβαδιών, ενώ σταβλίζονται μόνο τη νύχτα. Διακρίνονται τρεις παραλλαγές του συστήματος αυτού: (α) βόσκηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους σε φυσικά λιβάδια, με μετακίνηση σε κατάλληλους βοσκότοπους το καλοκαίρι και το χειμώνα (πεδινά, ημιορεινά λιβάδια), (β) σταβλισμό μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα όπου διατρέφονται με συγκομιζόμενες τροφές (ορεινά λιβάδια), και (γ) βόσκηση σε κοινές αγέλες, κατά την οποία ένας βοσκός φροντίζει τις αγελάδες όλης της κοινότητας τις οποίες και αφήνει να επιστρέψουν στους στάβλους τους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η τελευταία αυτή παραλλαγή τείνει να εκλείψει ενώ ήταν πολύ διαδεδομένη κατά το παρελθόν, κυρίως σε ορεινές φτωχές περιοχές (π.χ. Πρέσπα).
Αιγοπρόβατα
Διακρίνονται πέντε μορφές εκμεταλλεύσεων:
Η οικόσιτη και η ημιοικόσιτη χαρακτηρίζεται από μικρής κλίμακας εκμεταλλεύσεις με χρήση πρόχειρων σταβλικών εγκαταστάσεων και η οποία συνήθως λειτουργεί συμπληρωματικά στο οικογενειακό εισόδημα. Η διατροφή των αιγοπροβάτων στηρίζεται είτε αποκλειστικά σε συγκομιζόμενες τροφές (οικόσιτη) είτε σε συνδυασμό αυτής, και βόσκησης σε βοσκότοπο (ιδιωτικό ή ενοικιασμένο), ο οποίος είναι συνήθως περιφραγμένος λειμώνας (ημιοικόσιτη). Η οικόσιτη μορφή είναι πολύ περιορισμένη στα πρόβατα (8%), ενώ έχει μεγαλύτερη σημασία στις αίγες (13%). Η ημιενσταβλισμένη χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μόνιμων σταβλικών εγκαταστάσεων και εφαρμόζεται από μικρής κλίμακας επαγγελματίες κτηνοτρόφους. Η παροχή τροφής έχει τα χαρακτηριστικά της ημιοικόσιτης μορφής. Η ποιμνιακή στατική χαρακτηρίζεται από την αξιοποίηση μεγάλων λιβαδικών εκτάσεων και τη χρησιμοποίηση πρόχειρων ή σταθερών σταβλικών εγκαταστάσεων- κοντά ή μέσα στο λιβάδι- και αξιοποίηση λειμώνων. Στην ηπειρωτική Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη οδηγού του κοπαδιού (ποιμένα), ενώ στη νησιωτική τα κοπάδια βόσκουν ελεύθερα. Η διατροφή των ζώων στηρίζεται στην απόληψη βιομάζας των λιβαδιών, και σε χορήγηση συμπληρωμάτων το χειμώνα ή και κατά τις κρίσιμες παραγωγικές φάσεις. Διακρίνονται δύο παραλλαγές, αυτή κατά την οποία το κοπάδι χρησιμοποιεί (α) το ίδιο ποιμνιοστάσιο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και (β) δύο ποιμνιοστάσια, ένα κοντά στον οικισμό κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και ένα σε μεγαλύτερα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η μορφή αυτή είναι πολύ κοινή στην Ελλάδα, καθώς το 85% του αριθμού των προβάτων και το 82% του αριθμού των αιγών εκτρέφονται με το σύστημα αυτό.
Τέλος, στην ποιμνιακή μετακινούμενη τα κοπάδια μετακινούνται το χειμώνα στις πεδινές περιοχές (χειμαδιά), και κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι στους ορεινούς βοσκότοπους (θέρετρα), ακολουθώντας τη διαθεσιμότητα της βοσκήσιμης ύλης των λιβαδιών. Όταν απαιτείται, παρέχεται συμπληρωματική τροφή όπως στην ποιμνιακή στατική. Η ποιμνιακή μετακινούμενη αποτελεί εξέλιξη της παραδοσιακής νομαδικής μορφής, κατά την οποία γίνονταν μετακινήσεις με τα πόδια σε πολύ μεγάλες αποστάσεις (π.χ. από την Ήπειρο στη Μακεδονία, ή από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία), πάντα σε καθορισμένους προορισμούς και σε καθορισμένες διαδρομές. Στη νομαδική μορφή μετακινούνταν ταυτόχρονα και τα νοικοκυριά. Η νομαδική μορφή συντέλεσε σημαντικά στη διαμόρφωση της χλωρίδας των λιβαδιών με τη μεταφορά γενετικού υλικού των φυτών από περιοχή σε περιοχή. Στη σύγχρονη έκφρασή της (ποιμνιακή μετακινούμενη) η μετακίνηση (μόνο των κοπαδιών) γίνεται με μεταφορικά μέσα. Λόγω των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών που συνέβησαν μετά τη δεκαετία του ‘70, η νομαδική μετακίνηση έχει πια εκλείψει, ενώ και η ποιμνιακή μετακινούμενη γίνεται με φθίνοντες ρυθμούς. Υπολογίζεται ότι μετακινείται ένα 7% των προβάτων και ένα 5% των αιγών. Βάση των επενδύσεων οι εκμεταλλεύσεις διακρίνονται σε εκτατικές, όπου τα επενδυόμενα κεφάλαια είναι σχετικά λίγα, σε εντατικές, με μεγάλο ύψος επενδύσεων και ημιεντατικές, με ενδιάμεσο ύψος. Στις εκτατικές μορφές παραγωγής, κατατάσσεται μεγάλο μέρος των ποιμνιακών (στατικών και μετακινούμενων), η εκτροφή γίνεται κυρίως στα λιβάδια και η διατροφή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βόσκηση. Η παραγωγικότητα των εκμεταλλεύσεων αυτών είναι μικρή, και η βιωσιμότητα τους στηρίζεται σε οικονομικές ενισχύσεις (επιδοτήσεις, αποζημιώσεις κ.λπ.). Στις ημιεντατικές και εντατικές μορφές παραγωγής κατατάσσονται οι ημιενσταβλισμένες μορφές εκτροφής και κάποιες ποιμνιακές. Η παραγωγικότητα των εκμεταλλεύσεων αυτών είναι ικανοποιητική. Η κάλυψη των διατροφικών αναγκών γίνεται από τη βόσκηση και από τη συμπληρωματική χορήγηση ζωοτροφών που προσδιορίζονται ανάλογα με το παραγωγικό στάδιο του ζώου.
Τοπικές φυλές
Το τελευταίο διάστημα έχει δοθεί έμφαση στη διατήρηση του γενετικού υλικού σπάνιων, αυτοχθόνων ή μη, πιστοποιημένων φυλών ζώων. Έτσι γίνονται συντονισμένες προσπάθειες να διατηρηθούν από τα βοοειδή η βραχυκερατική φυλή, η φυλή της Κατερίνης και της Συκιάς, ο ελληνικός βούβαλος που προέρχεται από τον ασιατικό, από τα πρόβατα οι φυλές του Αγρινίου, του Άργους, της Ζακύνθου, της Θράκης, το Καλαρρύτικο, το Καραγκούνικο, της Καρύστου, του Κατσικά, της Κεφαλληνίας, της Κύμης, της Λέσβου, του Πηλίου, το Μπούτσικο, το Σαρακατσάνικο, των Σερρών, της Σκοπέλου, των Σφακίων, της Φλώρινας, της Φριζάρτας, της Χίου και από αίγες της Σκοπέλου και η εγχώρια, ενώ στο σχετικό κατάλογο προστίθενται και φυλές χοίρων και ιπποειδών. Η σημασία της διατήρησης των φυλών αυτών, εκτός του ότι αποτελούν στοιχεία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, έγκειται στην προοπτική χρησιμοποίησής τους για την ανάπτυξη νέων φυλών ζώων, ανταγωνιστικών και οικονομικά αποδοτικότερων έναντι των υπαρχόντων. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής αλλά και σε αλλαγές των διατροφικών απαιτήσεων του ανθρώπου και των απαιτήσεων της αγοράς. Τέλος, η διατήρηση των φυλών αυτών συμβάλλει στη διατήρηση της τοπικής βιοποικιλότητας, καθόσον η βλάστηση των περιοχών συνεξελίχτηκε με την επίδραση των τοπικών αυτών φυλών.
Άρθρα – Πληροφορίες
Βραχνάκης Μ. 2015. Λιβαδοπονία. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Αθήνα
Παπαναστάσης, Β.Π. 2009. Λιβαδοκτηνοτροφική ανάπτυξη. Θεσσαλονίκη: Σ. Γιαχούδης & ΣIA.
Παπαναστάσης Β.Π. & Ισπικούδης Ι. 2012. Λιβαδική οικολογία. Εκδ. Γιαχούδης Θεσσαλονίκη.
Παπαναστάσης Β.Π. & Νοϊτσάκης Β.Ι. 1992. Λιβαδική οικολογία. Εκδ. Γιαχούδης – Γιαπούλης Θεσσαλονίκη.