Κείμενο: Αθανάσιος Πανογεώργος, Απόφοιτος Τμήματος Δασοπονίας & Δ.Φ.Π. Καρπενησίου
Τι είναι
Το ζητούμενο στη διαχείριση των λιβαδιών είναι η ρύθμιση της χρήσης τους, δηλ. του βαθμού χρησιμοποίησης της πρωτογενούς τους παραγωγής. Η κατανομή του ζωικού φόρτου και της πίεσης βοσκής δεν είναι ομοιόμορφη στον χώρο και στον χρόνο με αποτέλεσμα άλλα λιβάδια να υποβόσκονται και άλλα να υπερβόσκονται. Η οικοσυστημική προσέγγιση προϋποθέτει στρατηγικό σχεδιασμό και εφαρμόζεται συνήθως σε μεγάλες κλίμακες. Για μικρότερης κλίμακας προσεγγίσεις, όπως εκτίμηση της λιβαδικής κατάστασης ή υγείας, προγράμματα παρακολούθησης μικρής κλίμακας κ.λπ., πρέπει να χρησιμοποιηθούν άλλα εργαλεία που θα πιστοποιήσουν το βαθμό απόκλισης από την κανονική χρήση. Η κανονική χρήση αποτελεί ένα πρώτο μέτρο βελτίωσης (μέσω της διαχείρισης) των λιβαδιών. Ως κανονική χρήση εννοούμε το βαθμό χρησιμοποίησης της ετήσιας παραγωγής των λιβαδιών κάτω από τον οποίο η λιβαδική παραγωγή διατηρείται υψηλή στο διηνεκές χωρίς συγχρόνως να μειώνεται η παραγωγικότητα του εδάφους. Για την εφαρμογή της κανονικής χρήσης δεν απαιτείται σημαντικό οικονομικό κόστος, αλλά αυτή προϋποθέτει τη βαθιά γνώση της δομής και λειτουργίας των λιβαδιών.
Η εφαρμογή της κανονικής χρήσης είναι θεμελιώδους σημασίας στη διαχείριση των λιβαδιών και αποτελεί τον απόλυτο στόχο. Με την εφαρμογή της κανονικής χρήσης η υπέργεια βιομάζα, και κυρίως η λιβαδική παραγωγή, χρησιμοποιείται αειφορικά, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέχειά της στο χώρο και στο χρόνο.
Η κανονική χρήση διατηρεί επίσης τις τοπιακές ιδιότητες των λιβαδιών, τα ενδιαιτήματα της άγριας πανίδας, τη συνέχεια στον χώρο και τις φυσικοχημικές ιδιότητες του εδάφους, καθώς και την ικανή εκείνη ποσότητα και ποιότητα του νερού ώστε να εξυπηρετούνται οι οικοσυστημικές λειτουργίες του λιβαδιού. Παράλληλα διασφαλίζεται η οικονομική επικέρδεια των ανθρώπων που εξαρτώνται άμεσα από τα λιβάδια, όπως και τα άυλα οφέλη προς αυτούς που σχετίζονται έμμεσα.
Αποκλίσεις από την κανονική χρήση
Οι αποκλίσεις από την κανονική χρήση, είτε ως υποχρησιμοποίηση των λιβαδικών πόρων είτε ως υπερχρησιμοποίηση, οδηγούν σε υποβάθμιση της λιβαδικής κατάστασης (μείωση της λιβαδικής υγείας). Ενδείξεις για τέτοιες αποκλίσεις παρέχονται, στην περίπτωση που η κύρια χρήση το λιβαδιού είναι η βόσκηση, από τη διαφοροποίηση στη συμπεριφορά των ζώων, αλλά και στην εμφάνιση των φυτών. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση υπερχρησιμοποίησης μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση του χρόνου βόσκησης σε ημερήσια βάση, καθώς τα ζώα αναζητούν πόρους για την ικανοποίηση των θρεπτικών αναγκών τους. Μία άλλη ένδειξη είναι η αύξηση του χρόνου παραμονής αλλά και της έντασης της βόσκησης σε περιοχές απομακρυσμένες από σημεία αναφοράς, όπως στάνες, σημεία υδροληψίας κ.λπ. Από την άλλη τα φυτά φαίνονται να είναι υπερχρησιμοποιημένα, δηλ. παρατηρείται αύξηση του (%) χρησιμοποίησης και μείωση της ευρωστίας των επιθυμητών προς βόσκηση φυτών. Αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορεί να γίνουν σε περιπτώσεις υποχρησιμοποίησης και συσσώρευσης της αδιάθετης ετήσιας λιβαδικής παραγωγής. Ως γενικά μέτρα επίτευξης της κανονικής χρήσης θεωρούνται ένα (%) χρησιμοποίησης 40-50% της ετήσιας παραγωγής για τα ποώδη, και 60-70% για τα θαμνώδη.
Μέθοδοι υπολογισμού χρήσης
Υπάρχουν πολλές μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον υπολογισμό του (%) χρησιμοποίησης. Οι μέθοδοι που στηρίζονται στον προσδιορισμό βάρους, περιλαμβάνουν την οπτική εκτίμηση είτε κατά επιφάνεια είτε κατά είδος φυτού (προϋποθέτει εμπειρία ή/και εκπαίδευση του εκτιμητή) και την πραγματική μέτρηση του βάρους που είναι η πιο κοινή. Σύμφωνα με αυτή επιλέγονται δύο επιφάνειες, αντιπροσωπευτικές της κατάστασης του λιβαδιού και περιφράσσεται η μία εξ’ αυτών ώστε να αποφευχθεί η βόσκησή της. Στη συνέχεια και στο τέλος της περιόδου αναφοράς γίνεται δειγματοληπτική συλλογή της υπέργειας βιομάζας εντός των δύο επιφανειών και ο αναλογικός υπολογισμός του (%) χρησιμοποίησης σε σχέση με την αβόσκητη (περιφραγμένη) επιφάνεια. Η επιφάνεια που δεν περιφράσσεται θα πρέπει να είναι σε ικανή απόσταση (π.χ. 7-8 μ.), καθώς τα ζώα πιθανόν να διαφοροποιήσουν τη συμπεριφορά τους κοντά στους κλωβούς (edge effect), καθώς πολλές φορές «έλκονται» από το σύρμα για να ξυστούν.
Άλλες μέθοδοι προσδιορισμού του (%) χρησιμοποίησης περιλαμβάνουν τη μέτρηση ή εκτίμηση του ύψους των φυτών ή την αλλομετρική σχέση ύψους και βάρους (παρουσιάζει μειονεκτήματα καθώς προϋποθέτει γραμμική σχέση μεταβολής ύψους και βάρους), τις μεθόδους των βοσκημένων ή μη στελεχών και τη χρήση η μη νομογραφημάτων (προβληματική η εφαρμογή της στις σύμπυκνες συνθήκες της βλάστησης των λιβαδιών της χώρας μας) και τη φωτογραφική μέθοδο (πρόβλημα συστηματικής αποτύπωσης). Ειδικότερα για τη μέτρηση του (%) χρησιμοποίησης των θάμνων εφαρμόζεται είτε η μέθοδος της προσήμανσης των ετησίων κλαδιών και η μέτρηση μεταβολής του ύψους και της βιομάζας τους πριν και μετά τη βόσκηση), είτε η συνδυασμένη μέθοδος φυτοκάλυψης των θάμνων και των (%) χρησιμοποίησης των επιμέρους ειδών, είτε τέλος η κοπή τμήματος βλαστών κατ’ απομίμηση της βόσκησης. Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου εξαρτάται από την εμπειρία του εκτιμητή, το κόστος εκτίμησης και τη ζητούμενη ακρίβεια.
Ο προσδιορισμός της κανονικής χρήσης ποικίλει σε σημαντικό βαθμό καθώς όλα τα είδη δεν έχουν την ίδια επιλεξιμότητα από τα ζώα. Έτσι ενδέχεται να εξαχθούν λάθος συμπεράσματα αν επικεντρωθεί ο καθορισμός της κανονικής χρήσης σε συγκεκριμένα φυτά.
Σε ένα υποβαθμισμένο λιβάδι (όπως είναι τα περισσότερα στην Ελλάδα), που χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος, δεν είναι αρκετό να βόσκεται το 50% της παραγωγής στις θέσεις κλείδες (μεταξύ πηγών, ποτιστρών κ.λπ.) για να επιτυγχάνεται η κανονική χρήση. Πρέπει το 50% της χρήσης να αναφέρεται στα οικονομικά σημαντικά φυτά, δηλ. στα φυτά δείκτες στις θέσεις κλείδες.
Επίτευξη κανονικής χρήσης
Η επίτευξη κανονικής χρήσης που αποτελεί τον κύριο στόχο της διαχείρισης διευκολύνεται όταν δημιουργείται το κατάλληλο πλαίσιο επίτευξής της. Αυτό προϋποθέτει να αξιοποιείται η βοσκήσιμη ύλη του λιβαδιού με το (α) ενδεδειγμένο είδος ζώου ή την ενδεδειγμένη μείξη ειδών ζώων, (β) να γίνεται η βόσκηση σε περιόδους που η λιβαδική βλάστηση και το έδαφος να ζημιώνονται λιγότερο, (γ) να γίνεται η βόσκηση στον άριστο βαθμό από άποψη συνδυασμού διαθέσιμης ποσότητας και ποιότητας, (δ) να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η βλάστηση να χρησιμοποιείται ομοιόμορφα σε όλη την έκταση του λιβαδιού για να μην υπάρχουν υποβαθμισμένες θέσεις και να μην περιορίζεται η παραγωγική επιφάνεια, και (ε) να εφαρμόζεται βοσκοφόρτωση ίση με τη βοσκοϊκανότητα του λιβαδιού.
Άρθρα – Πληροφορίες
Βραχνάκης Μ. 2015. Λιβαδοπονία. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Αθήνα.
Νάστης, Α. & Κ. Τσιουβάρας. (2009). Διαχείριση και βελτίωση λιβαδιών. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.