Κείμενο: Αθανάσιος Πανογεώργος, Απόφοιτος Τμήματος Δασοπονίας & Δ.Φ.Π. Καρπενησίου
Κυριαρχούν πολλά φυσικά χαρακτηριστικά
Το σύνολο σχεδόν των λιβαδιών της χώρας μας, αποτελούν ημιφυσικές ή φυσικές εκτάσεις (δηλ. εκτάσεις που η βλάστηση έχει ρυθμιστεί μέχρι σε κάποιο βαθμό από τον άνθρωπο). Ακόμα όμως και στις ημιφυσικές εκτάσεις, η ανθρώπινη επέμβαση περιορίζεται κατά βάση στη ρύθμιση της χρήσης της βιομάζας μέσω της οργάνωσης μίας οικολογικής διεργασίας, όπως είναι η βόσκηση. Η εκτατική χρήση των λιβαδιών από τα αγροτικά (και τα άγρια) ζώα συνδυάζεται με τη βλάστηση που είναι φυσική, χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν αναλογιστεί κανείς ότι τα αντίστοιχα φυσικά ή ημιφυσικά λιβάδια, με έλεγχο της διαδοχής της φυσικής βλάστησης μέσω μίας οικολογικής διεργασίας, έχουν εκλείψει σχεδόν παντελώς από τις χώρες της βορείου Ευρώπης, ενώ τείνουν να εκλείψουν και από τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης (με εξαίρεση ίσως τον πυρήνα των Άλπεων). Η κτηνοτροφία στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης έχει στραφεί σε εντατικοποιημένη μορφή, με ανάπτυξη τεχνητών λειμώνιων εκτάσεων, κι ως εκ τούτου σε εφαρμογή αγρονομικών αρχών και πρακτικών (λιπάνσεις, εκτεταμένη χρήση φυτοφαρμάκων κ.λπ.). Σε πολλές χώρες η βλάστηση των λιβαδιών συγκομίζεται και δεν διατίθεται απευθείας στα ζώα. Μάλιστα η ΕΕ χρηματοδοτεί ειδικά προγράμματα ανόρθωσης των λιβαδιών και βελτίωσης της βιοποικιλότητάς τους μέσω πρακτικών συγκομιδής της υπέργειας βιομάζας. Αντίθετα, στην Ελλάδα τα λιβάδια διαχειρίζονται ως φυσικά οικοσυστήματα με τις αντίστοιχες αρχές που διέπουν τη διαχείρισή τους, καθώς ο κύριος τρόπος εξασφάλισης της συνέχειας των λιβαδιών στο χρόνο και στο χώρο είναι η φυσική αναγέννηση και η αειφορική διαχείριση που σχεδιάζεται και οργανώνεται από ειδικούς επιστήμονες.
Τα λιβάδια αποτελούν το μεγαλύτερο σε έκταση τύπο γης της Ελλάδας
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το άθροισμα των ποολίβαδων και των θαμνώνων ανέρχεται σε 34%, ενώ αν συνυπολογιστεί και ένα 10% περίπου από τα δάση και τις άλλες δασικές εκτάσεις που αποτελούν δασολίβαδα και στα οποία η κύρια χρήση γης είναι η κτηνοτροφική, προκύπτει ότι το 44% (58 εκατομμύρια στρέμματα) αποτελείται από λιβάδια. Ειδικότερα, σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό θαμνώνων ως χώρα (με 21%), ενώ υπολείπεται κατά 7% σε έκταση, σε σχέση με το μέσο Ευρωπαϊκό όρο όσον αφορά στα ποολίβαδα, και κατά 6% όσον αφορά στα δάση και τις άλλες δασικές εκτάσεις. Η κτηνοτροφική είναι η κύρια χρήση των λιβαδιών. Η αποτύπωση αυτής της χρήσης σε αριθμούς δεν είναι σαφής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat ενώ οι χρήσεις γης είναι σχετικά ομοιόμορφα κατανεμημένες στα περισσότερα κράτη – μέλη της ΕΕ, στην Ελλάδα οι «άλλες μη ορατές χρήσεις» καταλαμβάνουν το 49%, ένα υπερβολικά υψηλό ποσοστό. Αυτό δικαιολογείται καθόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η απογραφή των βοσκοτόπων, μία προσπάθεια που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 80 και δεν έχει ολοκληρωθεί. Αναμένεται πάντως, με την ολοκλήρωση της απογραφής βοσκοτόπων, το μεγαλύτερο τμήμα από αυτό το ποσοστό να αποδοθεί στην ημιεκτατική ή εκτατική χρήση ως βοσκότοποι. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ (1964), η κατανομή των λιβαδιών στα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας έχει ως εξής: Μακεδονία (11, 8 εκ. στρ.), Πελοπόννησος (8,8 εκ. στρ.), Στερεά Ελλάδα και Εύβοια (8,7 εκ. στρ.), Θεσσαλία (4,7 εκ. στρ.), Ήπειρος (4,6 εκ. στρ.), νησιά Αιγαίου (4,2 εκ. στρ.), Κρήτη (3,7 εκ. στρ.), Θράκη (3,2 εκ. στρ.) και νησιά του Ιονίου (0,98 εκ. στρ.).
Τα λιβάδια της Ελλάδας χρησιμοποιούνται κυρίως εκτατικά με ποιμενικό σύστημα εκτροφής
Η εκτατική χρήση των λιβαδιών της Ελλάδας αποτελεί απόρροια των προηγούμενων χαρακτηριστικών, αλλά και των ιδιαίτερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της υπαίθρου. Η χρήση αυτή περιλαμβάνει την εδραίωση, σε πολλές περιοχές, της μετακινούμενης κτηνοτροφίας (είτε σε μικρές είτε σε μεγάλες αποστάσεις) και την προσπάθεια για εξεύρεση βοσκήσιμης ύλης από το υπάρχον φυσικό δυναμικό του τόπου. Η σταβλισμένη κτηνοτροφία και η εντατικοποίηση αυτής θεωρούνται μάλλον υποτονικές αγροτικές δραστηριότητες για τα ελληνικά δεδομένα, σε σχέση πάντα με τις εφαρμοζόμενες πρακτικές των κεντρο- και βόρειο-ευρωπαϊκών περιοχών. Γενικά, ο οικονομικός χαρακτήρας της κτηνοτροφικής δραστηριότητας προκύπτει από το σύστημα εκτροφής και το σύστημα παραγωγής.
Η πλειονότητα των ελληνικών λιβαδιών εντοπίζεται σε οριακά περιβάλλοντα
Τέτοια θεωρούνται τα ακραία περιβάλλοντα τόσο σε έννοιες εδάφους, μητρικού πετρώματος αλλά και κλίματος. Τα εδάφη είναι συνήθως μικρού η μεσαίου βάθους (μέχρι 30 εκ.) με ημιεπάρκεια ή, τις περισσότερες φορές, ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών, και έλλειψη επαρκούς εδαφικής υγρασίας. Επίσης τα λιβάδια της Ελλάδας συνδέονται κυρίως με το ορεινό ανάγλυφο και τις μεγάλες κλίσεις (πολλές φορές πάνω από 30%). Μεγάλο ποσοστό των λιβαδιών εδράζονται σε ασβεστολιθικά πετρώματα με αποτέλεσμα τα εδάφη να παρουσιάζουν πολύ μικρή υδατοσυγκράτηση, ενώ εμφανίζονται σε περιοχές που επικρατούν πολλές φορές ακραίες καιρικές συνθήκες, γεγονός που δυσχεραίνει την αποτελεσματικότερη διαχείρισή τους. Τέτοια ακραία πολλές φορές κλιματικά περιβάλλοντα είναι τα ξηροθερμικά της νοτίου Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου, ενώ πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κυριαρχούν στα ψευδαλπικά ποολίβαδα της βόρειας Ελλάδας. Το γεγονός του εντοπισμού σε οριακά περιβάλλοντα των λιβαδιών σε συνδυασμό με την αλόγιστη, πολλές φορές, χρήση τους έχει επιδεινώσει τη συμπεριφορά των εδαφών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση εκτεταμένου ποσοστού διάβρωσης, υποβάθμισης ή ακόμα και οριακής ερημοποίησης. Πάντως η εμφάνιση των λιβαδιών σε οριακά περιβάλλοντα αποτελεί απόρροια των πιέσεων που συντελέσθησαν στο παρελθόν για την εξεύρεση καλών ποιοτήτων τόπου και την απόδοση αυτών στη γεωργία. Έτσι, οι λιβαδικές εκτάσεις περιορίστηκαν, σταδιακά αλλά δραστικά, σε ορεινές και ψευδαλπικές περιοχές.
Η ποικιλία των κλιματεδαφικών συνθηκών αλλά και η ιστορική χρήση των λιβαδιών έχουν συντελέσει στην ύπαρξη ποικιλίας λιβαδικών τύπων και υποτύπων
Γενικά, τα ελληνικά λιβάδια υπάγονται σε τέσσερις λιβαδικούς τύπους, δηλ. σε ποολίβαδα, φρυγανολίβαδα, θαμνολίβαδα και δασολίβαδα. Η επιφάνεια που καταλαμβάνουν τα ποολίβαδα ανέρχεται σε 16,7 εκ. στρ. που αντιστοιχούν στο 32,5% της συνολικής επιφάνειας των λιβαδιών της Ελλάδας. Ειδικότερα, στην ψευδαλπική ζώνη εντοπίζονται περίπου 4 εκ. στρ. Τα φρυγανόλιβαδα ανέρχονται σε 2,3 εκ. στρ. (και αναλόγως του ορι-σμού των φρυγάνων σε 10 εκ. στρ.) που αντιστοιχούν στο 4,4% των λιβαδιών της Ελλάδας. Τα θαμνολίβαδα ανέρχονται σε 7,75 εκ. στρ. (15,1%), με το 60% αυτών να αποτελούν θαμνολίβαδα αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών. Τέλος, τα δασολίβαδα υπολογίζονται σε 24,7 εκ. στρ. Ειδικές κατηγορίες λιβαδιών αποτελούν τα υγρά λιβάδια, τα βραχολίβαδα, οι εγκαταλειμμένοι αγροί, τα βοσκόμενα δάση και τα δασολιβαδικά συστήματα που αποτελούν μορφή αγροδασικών συστημάτων.
Η ποικιλία λιβαδικών τύπων συνδέεται με την υψηλή βιοποικιλότητα που παρουσιάζουν τα ελληνικά λιβάδια
Η φυτοποικιλότητα των ελληνικών λιβαδιών αποδίδεται τόσο στην ποικιλία μικροπεριβαλλόντων, όσο και στη χρήση των λιβαδιών. Παράλληλα με τη φυτοποικιλότητα αυξημένη είναι και η ζωοποικιλότητα, καθώς πλήθος μεγάλων και μικρών ζωικών οργανισμών χρησιμοποιούν τους λιβαδικούς πόρους. Επίσης, το ποσοστό ενδημισμού των χλωριδικών στοιχείων των λιβαδιών είναι πολύ υψηλό, και αυξάνεται από τη βόρεια προς στη νότια Ελλάδα.
Η μεγάλη ποικιλία των λιβαδικών πόρων συνδέεται και με την ποικιλία στις χρήσεις (παραδοσιακές και σύγχρονες) των ελληνικών λιβαδιών
Αναμφίβολα, εξέχουσα θέση στην απαρίθμηση των παραδοσιακών και σύγχρονων χρήσεων των λιβαδιών κατέχει η κτηνοτροφία. Στα ελληνικά λιβάδια υπολογίζεται ότι βόσκουν, πέρα των αναρίθμητων αγρίων ζώων, 12 εκ. αγροτικά ζώα, τα οποία παράγουν ετησίως 75.000 τόνους κόκκινου κρέατος και 480.000 τόνους γάλακτος. Τη βοσκήσιμη ύλη τη χρησιμοποιούν διάφορα είδη αγροτικών ζώων, κυρίως πρόβατα, βοοειδή, αίγες, ζώα φόρτου, κ.λπ. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα θαμνολίβαδα της Ελλάδας συντηρούν το μισό περίπου πληθυσμό αιγών της Ευρώπης. Στις παραδοσιακές χρήσεις των λιβαδιών αναφέρονται η καυσοξύλευση, η απόληψη μεταλλευμάτων και προϊόντων ορυχείων και λατομείων, και η μελισσοκομία, ενώ τα λιβάδια αποτέλεσαν και αποτελούν πόλο έλξης για τους περίπου 300.000 κυνηγούς της χώρας. Στις σύγχρονες χρήσεις των λιβαδιών θα πρέπει να αναφερθούν αυτές που ωφελούνται από τις σημαντικές αναψυχικές λειτουργίες (χώροι περιπάτων, ανάπτυξης αθλοπαιδιών υπαίθρου, σκι κ.λπ.), ενώ και ο επιστημονικός ρόλος των ελληνικών λιβαδιών (δεδομένων όλων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που αναπτύσσονται στο κεφάλαιο αυτό) είναι σημαντικός σε εθνικό, και παγκόσμιο επίπεδο. Οι χρήσεις αυτές προσφέρουν σημαντικό εισόδημα κυρίως στους κατοίκους των ορεινών και ψευδαλπικών περιοχών, και υποστηρίζουν τις τοπικές κοινωνίες.
Τα λιβάδια, λόγω της μακραίωνης ιστορικής χρήσης τους, συνδέθηκαν στενά με το πολιτισμικό γίγνεσθαι του ελληνικού λαού
Αυτό αντανακλάται στις σημαντικές αναφορές σε αρχαία ιστορικά κείμενα, μυθοπλασίες, και παραδόσεις, ενώ αρκετές φορές λιβαδικά στοιχεία ενέπνευσαν ζωγράφους και καλλιτέχνες, Έλληνες και όχι μόνο.
Παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών λιβαδιών, δεν παύουν να υπάρχουν προβλήματα που αντανακλώνται στο ελλειμματικό ισοζύγιο εμπορίας ζωικών προϊόντων
Η χώρα μας είναι ελλιπής τόσο σε παραγωγή κόκκινου κρέατος όσο και γαλακτοκομικών προϊόντων, ενώ όπως προκύπτει από την παράθεση των παραπάνω χαρακτηριστικών θα έπρεπε να μην υφίσταται τέτοια έλλειψη. Τα σημαντικότερα προβλήματα που σχετίζονται με τα ελληνικά λιβάδια είναι: α) Η εγκατάλειψη της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, ως απόρροια της γενικότερης εγκατάλειψης ανάπτυξης ολοκληρωμένων οικονομικών δραστηριοτήτων και της χαλάρωσης του κοινωνικού ιστού στην ελληνική ύπαιθρο. β) Απόρροια της εγκατάλειψης της κτηνοτροφικής δραστηριότητας και της αύξησης της συσσώρευσης σε αστικά κέντρα είναι η ανισοκατανομή της βοσκοφόρτωσης στα ελληνικά λιβάδια. Γενικότερα, τα πεδινά λιβάδια, καθώς και τα λιβάδια που βρίσκονται κοντά σε αστικά κέντρα υπερβόσκονται, ενώ ορεινά ή ψευδαλπικά λιβάδια υποβόσκονται – γεγονότα που βάζουν σε κίνδυνο την οικολογική ισορροπία των οικοσυστημάτων. γ) Η μη επίλυση των ιδιοκτησιακών προβλημάτων και η μη αποσαφήνιση των χρήσεων γης επιτείνει την υποβάθμιση των ελληνικών λιβαδιών. Στην κατεύθυνση αυτή η αναβάθμιση και η ολοκλήρωση του Προγράμματος Απογραφής των Ελληνικών Λιβαδιών κρίνεται επιτακτική. δ) Η έλλειψη συστημάτων παρακολούθησης (monitoring) της κατάστασης των λιβαδιών και η δημιουργία σχετικής βάσης δεδομένων. Με τον τρόπο αυτό θα μπορεί να γίνει καλύτερος σχεδιασμός των μελλοντικών διαχειριστικών πρακτικών και να διατυπωθούν σαφέστεροι στόχοι λιβαδικής πολιτικής και προτάσεις υλοποίησης και ε) τέλος, η αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου (διοίκηση, πολιτική, νομικό πλαίσιο) και η ισχυροποίηση της βούλησης της ελληνικής Πολιτείας θα συμβάλλουν καθοριστικά στην ορθολογική διαχείριση και ανάπτυξη των λιβαδικών πόρων της Ελλάδας.
Παρά τα προβλήματά της οι προοπτικές ανάπτυξης των ελληνικών λιβαδιών είναι σημαντικές
Από την παράθεση των παραπάνω χαρακτηριστικών προκύπτει ότι η Ελλάδα είναι μία, κατά βάση, κτηνοτροφική χώρα και ο Έλληνας κτηνοτρόφος αποτελεί μοχλό ανάπτυξης της υπαίθρου εφαρμόζοντας χιλιάδες χρόνια τώρα, στην ουσία, “βιολογική” κτηνοτροφία. Οι προοπτικές ανάπτυξης των λιβαδιών είναι σημαντικές. Ως δύο, μεταξύ πολλών τέτοιων κατευθύνσεων ανάπτυξης προτείνονται α) η καθιέρωση και η πιστοποίηση βιολογικών πρακτικών σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, και β) η εφαρμογή συνδυασμένων και ολοκληρωμένων συστημάτων χρήσεων γης, όπως των αγρο/δασο/λιβαδικών. Η Αγροδασοπονία εφαρμόζονταν από παράδοση στην Ελλάδα χρόνια τώρα και η ενίσχυση από την ελληνική Πολιτεία των κτηνοτρόφων στην κατεύθυνση εξάπλωσης των συστημάτων αυτών, θα ενισχύσει το εισόδημα και θα αναβαθμίσει το ρόλο τους.
Άρθρα – Πληροφορίες
Βραχνάκης Μ. 2015. Λιβαδοπονία. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Αθήνα
Caballero R., Fernández-González F., Pérez Badia R., Molle G., Roggero P.P., Bagella S., D’Ottavio P., Papanastasis V.P., Fotiadis G., Sidiropoulou A. & Ipikoudis I. 2009. Grazing Systems and Biodiversity in Mediterranean areas: Spain, Italy and Greece. Pastos XXXIX (1): 1-154.
Κυριαζόπουλος Α.Π., Ε.Μ. Αβραάμ, Μ.Σ. Βραχνάκης και Ζ.Μ. Παρίση. 2012. Λιβαδικά οικοσυστήματα και προοπτικές αειφορικής διαχείρισης. Στο: Δάσος: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση. Α.Χ. Παπαγεωργίου, Γ. Καρέτσος και Γ. Κατσαδωράκης (επιμ. έκδοσης), WWF Ελλάς, Αθήνα, σελ. 229-243.
Παπαναστάσης Β. 2011. Νέες Απόψεις για το Ρόλο της Κτηνοτροφίας και της Βόσκησης στο Φυσικό Περι-βάλλον. 9 σελ. Επιστημονική Επετηρίδα της Σχολής Δασολογίας & Φ.Π., Α.Π.Θ. Τόμος Αφιέρωμα προς Τιμή του καθ. Ν.Ι. Στάμου.
Παπαναστάσης Β.Π. & Ισπικούδης Ι. 2012. Λιβαδική οικολογία. Εκδ. Γιαχούδης Θεσσαλονίκη.
Παπαναστάσης Β.Π. & Νοϊτσάκης Β.Ι. 1992. Λιβαδική οικολογία. Εκδ. Γιαχούδης – Γιαπούλης Θεσσαλονίκη.