Τι είναι
Το υπέργειο, συνήθως επίμηκες και κυλινδρικό, έντονα διακλαδιζόμενο στα πολυετή φυτά, όργανό τους, ονομάζεται βλαστός. Ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς και αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της βιομάζας του φυτού. Έχει την ευθύνη για την μεταφορά του νερού και των ανόργανων θρεπτικών υλικών από τη ρίζα προς τα φύλλα αλλά και την ανάδρομη μεταφορά των σακχάρων από τα φύλλα προς τις ρίζες. Στα πολυετή φυτά, ο νεαρός βλαστός μπορεί να μεταμορφωθεί σε έναν ογκώδη και ισχυρό κορμό, με μεγάλη αντίσταση σε μηχανικές καταπονήσεις – όπως αυτή του αέρα – αλλά και δυνατότητες αποταμίευσης.
Είδη βλαστών
Ο βλαστός μπορεί να είναι κοντός και λεπτός όπως αυτός της παπαρούνας ή ψηλός και εντυπωσιακός όπως αυτός του κυπαρισσιού και του έλατου. Μπορεί να έρπει στο έδαφος όπως αυτός της πεπονιάς ή της αγγουριάς, μπορεί όμως να μην είναι και καθόλου ορατός όπως στο άγριο ραδίκι ή στον μανδραγόρα. Μπορεί να έχει πολυάριθμες διακλαδώσεις όπως σε μια αφάνα ή να ανεβαίνει ψηλά, μοναχικός χωρίς παρεκκλίσεις. Η τεράστια ποικιλία στην εξωτερική μορφολογία του βλαστού, δίνει – σε μεγάλο βαθμό – και τη μεγάλη ποικιλομορφία των φυτών.
Βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά του βλαστού
Τα βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά του βλαστού είναι τα γόνατα, τα μεσογονάτια διαστήματα, η φυλλόταξη, οι μασχάλες των φύλλων και οι οφθαλμοί.
Δομή πρωτογενή βλαστού (ενός έτους)
Ο βλαστός των φυτών περιβάλλεται από επιδερμίδα, έχει δεσμίδες του αγωγού ιστού, σκληρέγχυμα που στηρίζει τις ηθμαγγειώδεις δεσμίδες αλλά και τον ίδιο το βλαστό και, τέλος, είναι πλούσιος σε παρέγχυμα. Στα δικοτυλήδονα φυτά οι δεσμίδες είναι τοποθετημένες στην περιφέρεια του βλαστού, ενώ στα μονοκοτυλήδονα φυτά οι δεσμίδες είναι τυχαία, άτακτα κατανεμημένες μέσα στον βλαστό. Στα δικοτυλήδονα, το παρέγχυμα που παρεμβάλλεται μεταξύ των δεσμίδων δημιουργούν το μεσοδέσμιο παρέγχυμα ή αλλιώς τις εντεριώνιες ακτίνες.
Δομή δευτερογενούς βλαστού (άνω των δυο ετών)
Η μετατροπή του βλαστού από ενός έτους σε δύο ετών (και μεγαλύτερο) γίνεται με τη βοήθεια του αγγειώδους κάμβιου και του φελλογόνου κάμβιου. Και τα δύο είναι μάλλον κυκλικά και έχουν συγκεντρική τοποθέτηση. Όταν ξεκινήσει η ανάπτυξη του δεύτερου έτους τότε ξεκινάει μια διεργασία στην περιοχή του μεσοδέσμιου παρεγχύματος. Τα κύτταρά του, στην περιοχή που βρίσκονται κοντά στο δεσμικό κάμβιο, ανακτούν τη μεριστωματική τους ικανότητα και αρχίζουν να διαιρούνται περικλινώς. Σύντομα, στην περιοχή του μεσοδέσμιου παρεγχύματος, δημιουργείται μία περιορισμένου εύρους ταινία καμβίου, παράλληλη προς την επιφάνεια του βλαστού και συνεχόμενη με το δεσμικό κάμβιο. Οι πολλές αυτές μικρές ταινίες μεσοδέσμιου καμβίου ενώνονται τελικά με τις προϋπάρχουσες ταινίες του δεσμικού καμβίου και συγκροτείται ένας, ενιαίος καμβιακός δακτύλιος, το αγγειώδες κάμβιο, που κλείνει γύρω από το εντεριώνιο παρέγχυμα και το απομονώνει στο μέσον. Το αγγειώδες κάμβιο λειτουργεί, στο σύνολό του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργούσε και το δεσμικό κάμβιο καθώς προωθούσε την ανάπτυξη των δεσμίδων. Είναι διφασικό. Διαιρείται περικλινώς και παράγει, προς το εσωτερικό, στοιχεία του ξυλώματος και, προς το εξωτερικό, στοιχεία του φλοιώματος. Οι διαιρέσεις προς το εσωτερικό είναι πολύ περισσότερες από αυτές προς το εξωτερικό με αποτέλεσμα, το ξύλωμα να είναι πάντα πολύ περισσότερο από το φλοίωμα. Το ετεροβαρές της δραστηριότητας αυτής δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί αν αναλογιστεί κανείς το έργο που παράγεται από το ξύλωμα και το συγκρίνει με αυτό που παράγεται από το φλοίωμα. Το κάμβιο, καθώς διαιρείται, δεν παράγει συνεχώς τα ίδια κυτταρικά στοιχεία, ούτε προς την πλευρά του ξυλώματος ούτε και προς αυτήν του φλοιώματος. Προς την πλευρά του ξυλώματος είναι φανερό ότι θα παράγονται άρθρα αγγείων ή και τραχεΐδες, αν το φυτό είναι χαμηλότερης εξελικτικής βαθμίδας, σκληρεγχυματικές ίνες και παρεγχυματικά κύτταρα. Στα γυμνόσπερμα επιπλέον εντοπίζονται και ρητινοφόροι αγωγοί. Έτσι, καθώς το κάμβιο μετακινείται συνεχώς προς τα έξω σχηματίζοντας όλο και περισσότερο ξύλωμα (ξύλο), αυξάνει συνεχώς τη διάμετρο του βλαστού. Έτσι αλλάζει η επιδερμίδα διαλύεται και δημιουργείται το περίδερμα. Όταν ο βλαστός έχει μεγαλώσει αρκετά (έχει γίνει κορμός), τότε εμφανίζεται το εγκάρδιο και το σομφό ξύλο.
Ενεργοποίηση και λειτουργία του κάμβιου
Οι ήπιες θερμοκρασίες, η διαθεσιμότητα του νερού, η ηλιοφάνεια και η αυξημένη φωτοσύνθεση που εγγυάται άφθονη τροφή και ενεργειακή υποστήριξη είναι αυτά που “επιθυμεί” το κάμβιο για να προσθέσει στον κορμό του φυτού νέα ποσότητα δευτερογενούς ξυλώματος και φλοιώματος και να αυξήσει τη διάμετρό του. Οι προϋποθέσεις αυτές, σε ενδιάμεσα γεωγραφικά πλάτη, υπάρχουν την άνοιξη. Τα νέα φύλλα αναπτύσσονται, τόσο στα φυλλοβόλα όσο και στα αείφυλλα είδη, η φωτοσύνθεση αυξάνει, οι θερμοκρασίες ευνοούν και το νερό είναι διαθέσιμο. Η δραστηριότητα του καμβίου αρχίζει έντονη. Παράγει συνήθως πολλά και ευρύπορα άρθρα αγγείων, λιγοστό σκληρέγχυμα και αρκετό παρέγχυμα. Όσο όμως πλησιάζουμε στο καλοκαίρι, όπου οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν και γίνονται, ενίοτε, απαγορευτικές για τη φωτοσύνθεση, το νερό δύσκολα βρίσκεται και τα φύλλα μειώνουν τη δραστηριότητά τους, το κάμβιο δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να λειτουργεί όπως πριν. Παράγει λιγότερα άρθρα αγγείων με μικρότερη διάμετρο και πολύ περισσότερο σκληρέγχυμα. Καθώς πλησιάζει το φθινόπωρο, οι συνθήκες δυσκολεύουν. Ειδικά για τα φυλλοβόλα δέντρα που θα χάσουν και τα ενεργειακά τους εργοστάσια. Το κάμβιο υπολειτουργεί. Τον χειμώνα το κάμβιο περιορίζεται σε μια ή δύο σειρές κυττάρων σε λήθαργο και δύσκολα μπορεί να εντοπιστεί σε ένα βλαστό. Η θέση του απλά υποδηλώνεται από τα ακραία, τα εξώτατα και πιο νέα στοιχεία του δευτερογενούς ξυλώματος. Την επόμενη άνοιξη, η ίδια διαδικασία, επαναλαμβάνεται. Αυτό σημαίνει ότι, στις εύκρατες περιοχές, η διακύμανση των περιβαλλοντικών συνθηκών έχει ως αποτέλεσμα και τη διακύμανση της δραστηριότητας του καμβίου. Με διαφορετικό τρόπο λειτουργεί την άνοιξη και με διαφορετικό το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο υπολειτουργεί και τον χειμώνα βρίσκεται σε λήθαργο. Η διαφορά αυτή, στη δραστηριότητα του καμβίου, αποτυπώνεται και στη δομή του δευτερογενούς ξυλώματος. Το εαρινό ξύλο είναι διαφορετικό από το θερινό ξύλο. Η διαφορά αυτή, που είναι ορατή και μακροσκοπικά, δημιουργεί τους λεγόμενους ετησίους δακτυλίους. Μετρώντας τους δακτυλίους αυτούς μπορεί να υπολογιστεί η ηλικία ενός δέντρου. Είναι προφανές ότι, τα αείφυλλα είδη, μπορούν να εκμεταλλευτούν τη δυνατότητά τους να κάνουν φωτοσύνθεση κατά την ευνοϊκή περίοδο του φθινοπώρου που δεν είναι παρά μια ανάστροφη άνοιξη. Στον βλαστό των φυτών αυτών θα έχουμε μία ζώνη εαρινού ξύλου, εξωτερικά αυτής τη ζώνη θερινού και πιο πυκνού ξύλου και εξωτερικά του θερινού ξύλου μια τρίτη ζώνη, ίσως μικρότερου εύρους με αυξημένη κάπως τη δραστηριότητα του καμβιακού δακτυλίου. Στην περίπτωση αυτή θεωρούμε ότι στο ξύλο παρουσιάζονται ίχνη δακτυλίου μέσα στον ετήσιο δακτύλιο. Είναι οι ψευδοδακτύλιοι.
Μεταμορφώσεις του βλαστού
Ο βλαστός μπορεί να μεταμορφωθεί σε αποταμιευτικούς βλαστούς (όπως π.χ. τα ριζώματα, οι βλαστοκόνδυλοι, οι βολβοί), σε βλαστοκέντρα, βλαστοέλικες, κλαδώδια, παραφυάδες κλπ.
Άρθρα – Πληροφορίες
Καράταγλης Στ. Σ. & Κωνσταντίνου Μ.Κ. 2002. Βοτανική, Μορφολογία-Ανατομία. Εκδόσεις Χάρις. Θεσσαλονίκη.
Τσέκος Ι. & Κουκολή Ε. 1986. Βοτανική (Μορφολογία, Φυσιολογία). Εκδοτικός Οίκος Αφων Κυριακίδη. Θεσσαλονίκη.
Χριστοδουλάκης Ν.Σ. 2011. Ανατομία Φυτών «τα φυτά ένδοθεν». Τμήμα Βιολογίας, ΕΚΠΑ.
Κείμενο
Αιμιλία Λεμπέση, MSc Δασολογίας, Δασοπόνος