Επιστημονική ονομασία Ailanthus altissima (Mill.) Swingle
Ταξινόμηση Κλάση Magnoliopsida, Τάξη Sapindales, Οικογένεια Simaroubacae
Κοινές ονομασίες αείλανθος ψηλή, βρωμοκαρυδιά, βρωμόδεντρο, βρωμούσα, tree of heaven (Αγγλικά)
Περιγραφή
Φυλλοβόλο δέντρο (βιοτική μορφή Ρ, Φανερόφυτο) που φτάνει σε ύψος περίπου τα 20 μέτρα, με κόμη ακανόνιστη και με ευθυτενή κορμό.
Τα φύλλα είναι κατ’εναλλαγή, σύνθετα, περιττόληκτα, μήκους 45—60 εκ. (τα φύλλα των πρεμνοβλαστημάτων μέχρι 1 μέτρο) με 13-25 φυλλάρια. Τα φυλλάρια έχουν μήκος 7-12 εκ., σχήμα ωοειδές–λογχοειδές, οξεία κορυφή και συνήθως 2 (ή σπάνια 4) δόντια κοντά στη βάση.
Τα άνθη έχουν έντονη οσμή, είναι αρρενοθήλεα, πράσινα σε ακραίες φόβες. Καρπός σαμάρα (πτερυγιοφόρο κάρυο).
Εξάπλωση – Παρουσία στην Ελλάδα
Ο Αείλανθος ο υψηλότατος (Ailanthus altissima (Mill) Swingle) είναι ιθαγενές της βόρειας και κεντρικής Κίνας. Το είδος βρίσκεται ως επιγενές σε άλλες τρεις Ηπείρους: την Αμερική, την Αυστραλία και την Ευρώπη. Στην Ελλάδα εισήχθη ως καλλωπιστικό φυτό. Η πρώτη αναφορά εμφάνισης του ήταν το 1990 σε αστικές περιοχές όπως η πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά σήμερα πλέον εξαπλώνεται μόνο του. Εμφανίζεται σε πάρκα, δενδροστοιχίες, μέσα σε τοίχους και στέγες. Η εξάπλωση του οφείλεται στο ισχυρό ριζικό σύστημα, στην έντονη πρεμνοβλαστική ικανότητα, στην αντοχή στη ρύπανση και στη παραγωγή πολλών σπόρων. Επιπλέον εκκρίνει τοξικές ουσίες που έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση ανάπτυξης άλλων φυτικών ειδών. Θεωρείται ως επικίνδυνο φυτό για την αυτοφυή χλωρίδα της Ελλάδας γιατί μπορεί να απειλήσει τη βιοποικιλότητα και τη λειτουργία των οικοσυστημάτων.
Με βάση τα στοιχεία που συλλέχθηκαν σε περιοχές της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας προκύπτει ότι το 36% της εμφάνισης του Ailanthus altissima απαντώνται σε γεωργικές καλλιέργειες, καλλιέργειες οπωροφόρων και ελιάς, το 17% εμφανίζεται σε υγροτόπους που συνήθως βρίσκονται κοντά σε δρόμους ή γεωργικές καλλιέργειες σε μίξη με Platanus orientalis και Salix alba. Η εμφάνιση του σε δασικά οικοσυστήματα περιορίζεται στο 17% (θαμνώνες 11%, δάση 4% και αναδασώσεις 2%). και είναι συνήθως σε κηλίδες με μικρή συγκόμωση και στα πρανή. Επίσης εμφανίζεται συνήθως σε υψομετρικό εύρος 0 έως 640μ. Σε χαμηλό υπερθαλάσσιο ύψος συγκεντρώνεται σε ποσοστό 42% ενώ η εμφάνιση φθίνει ανάλογα με την αύξηση του υψομέτρου. Χρησιμοποιείται σε περιοχές που έχουν διαταραχθεί, για τη παραγωγή ξύλου κυρίως για καύση, πιθανή τροφή για τα ζώα, για αναδάσωση και για θεραπευτικούς λόγους για την καταπολέμησης της δυσεντερίας.
Άρθρα – Πληροφορίες
D’Antonio C.M. & Vitousek P.M. 1992. Biological invasions by exotic grasses, the grass/fire cycle, and global change. Annual Review of Ecology and Systematics, 23: 63-87.
Brennan S.R. & Withgott J. 2005. Biodiversity and Conservation Biology. In: Environment; The Science behind the Stories. Pearson, Benjamin – Cummings, San Francisco.
Call J.L. & Nilsen E.T. 2003. Analysis of Spatial Patterns and Spatial Association between the Invasive Tree-of-Heaven (Ailanthus altissima) and the Native Black Locust (Robinia pseudoacacia). The American Midland Naturalist 150(1).
D’Antonio C.M. & Vitousek P.M. 1992. Biological invasions by exotic grasses, the grass/fire cycle. Annual Review of Ecology and Systematics 23: 63.
Feret P.P. 1985. Ailanthus: variation, cultivation and frustration. Journal of Aboriculture, 11: 361-368.
Fotiadis G., Kyriazopoulos A.P. & Fraggakis I. 2001. The behavior of Ailanthus altissima weed and its effects on natural ecosystems. J. Environ. Biol. 32: 801-806.
Hu S.Y. 1979. Ailanthus. Arnoldia, 39:29-50.
Knapp L.B. & Canham C.D. 2000. Invasion of an old-growth forest in New York by Ailanthus altissima: sapling growth and recruitment in canopy gaps. Journal of the Torney Botanical Society 127: 307-315.
Κrigas N.B., Lagiou E., Hanlidou E. & Kokkini S. 1999. The vascular flora of the Byzantine walls of Thessaloniki (N. Greece). Wildenovia: 29, 77-94.
Κρίγκας Ν.Β. 2004. Χλωρίδα και ανθρώπινες δραστηριότητες στην περιοχή της Θεσσαλονίκης – Βιολογική προσέγγιση και ιστορική σύνδεση. Διδακτορική Διατριβή. Α.Π.Θ.
Parsons W.T. & Cuthbertson E.G. 1992. Noxious Weeds of Australia. Indata Press.
Sandlund O.T. Schei, P.J. & Viken A. 1999. Invasive Species and Biodiversity Management. Kluwer Academic Publishers.
Tutin T.G., Heywood V.H., Burges N.A., Moore D.M., Valentine D.H., Walters S.M. & Webb D.A. (Eds.) 1968-1980. Flora Europaea vol. II – V. Cambridge.
Φωτιάδης Γ., Φραγκάκης Ι. & Κυριαζόπουλος Α. 2007. Εξάπλωση του επιγενούς είδους Ailanthus altissima σε μη αστικά περιβάλλοντα. Στο: 3ο Συνέδριο της ΕΟΕ και της ΕΖΕ: Οικολογία και Διατήρηση της Βιοποικιλότητας, Ιωάννινα, 16-19 Νοεμβρίου 2006, σελ. 451-455.
Weber E. & Gut D. 2004. Assessing the risk of potentially invasive plant species in central Europe. Journal of Nature Conservation 12: 171-179.
Euro+Med (2006-): Euro+Med PlantBase – the information resource for Euro-Mediterranean plant diversity.Published on the Internet http://ww2.bgbm.org/EuroPlusMed/ [Ανάκτηση 26/1/2019].
Κείμενο
Ευαγγελία Πλατια, Δασολόγος