Τις παραδοσιακές στράτες μετακίνησης των κτηνοτρόφων της Θεσσαλίας με τα ζώα τους, το καλοκαίρι και τον χειμώνα, ιχνηλατεί ο υποψήφιος διδάκτορας στο Εργαστήριο Λιβαδικής Οικολογίας, Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, Δημήτρης Καψάλης. Μελέτη για τη μετακινούμενη κτηνοτροφία, που αποτελεί ένα παραδοσιακό σύστημα εκτροφής των ζώων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε πολλές περιοχές της Μεσογείου, υλοποίησε, στο πλαίσιο του διδακτορικού του, ο κ. Καψάλης, ο οποίος την παρουσίασε στο 9ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο, που διοργανώθηκε από την Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία, πριν από λίγες μέρες, στη Λάρισα.
Άυλη κληρονομιά
«Η καταγραφή των διαδρομών των μετακινούμενων κτηνοτρόφων αποτελεί άυλη κληρονομιά της Ελλάδας. Μέσω αυτής της καταγραφής, μπορεί να αναδειχθεί ο βιωματικός τουρισμός, όπως και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που παράγονται από αυτόν τον τύπο κτηνοτροφίας, γιατί κατά την πολυήμερη μετακίνηση ήταν σύνηθες το άρμεγμα των ζώων και η παραγωγή τυριού», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καψάλης. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει, οι διαφορετικές κυρίως κλιματικές συνθήκες ανάγκαζαν τους κτηνοτρόφους μαζί με τα κοπάδια και τις οικογένειές τους σε εποχιακές μετακινήσεις, σε μεγάλα θερινά λιβάδια και σε χαμηλά υψόμετρα (χειμερινά λιβάδια), ακολουθώντας συγκεκριμένες και επαναλαμβανόμενες διαδρομές, στοιχείο που αποτελεί κοινή πρακτική σε πολλές περιοχές της Μεσογείου. Οι μετακινήσεις γίνονταν κατά το τέλος Οκτωβρίου (Αγίου Δημητρίου) προς τα χειμαδιά και κατά το τέλος Απριλίου (Αγίου Γεωργίου), από τα χειμαδιά προς τα θερινά λιβάδια και διαρκούσαν από λίγες μέρες έως και μερικές εβδομάδες, ανάλογα με τη διανυόμενη απόσταση και τα μέσα μεταφοράς.
Από 8 έως 40 μέρες με τα πόδια…
«Οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι χωρίζονται σε τρεις κύριες ομάδες: Σαρακατσαναίοι, Βλάχοι και Κουπατσαραίοι», λέει ο κ. Καψάλης, βασιζόμενος σε δεδομένα που συνέλεξε από 66 προσωπικές συνεντεύξεις κτηνοτρόφων μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι πραγματοποιούσαν εποχιακές μετακινήσεις στο παρελθόν, αλλά και νεότερων που εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να ακολουθούν τις παραδοσιακές στράτες μετακίνησης. «Οι κτηνοτρόφοι βλάχικης καταγωγής μετακινούνταν κυρίως προς τις ορεινές περιοχές της Αετομηλίτσας, του Αυγερινού και της Σαμαρίνας, οι Κουπατσαραίοι στο Δοτσικό, ενώ στο όρος Βέρμιο, στο Γράμμο και στον Άγιο Γερμανό Πρεσπών μετακινούνταν κυρίως τα Σαρακατσαναίικα τσελιγκάτα. Όμως, όσον αφορά τις περιοχές χειμερινής διαβίωσής τους, δεν παρατηρείται διαφοροποίηση και είναι συγκεντρωμένες κυρίως σε χωριά της περιφερειακής ενότητας Λάρισας και λιγότερο σε περιοχές των Τρικάλων και Μαγνησίας. Οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματοποιούσαν όλη τη διαδρομή με τα πόδια, ενώ σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις, για να αποφύγουν τις γεωργικές καλλιέργειες, ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν άλλα μεταφορικά μέσα, όπως τρένο. Η στράτα διαρκούσε κατά μέσο όρο 8 έως 42 μέρες ανάλογα με την εποχή και τις ανάγκες του κοπαδιού», εξηγεί ο κ. Καψάλης. Οι Βλάχοι και Κουπατσαραίοι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι κατά τη θερινή περίοδο διαμονής κατοικούσαν σε μόνιμους τόπους διαμονής, κοντά στις περιοχές όπου έβοσκαν τα ζώα τους, σε αντίθεση με τους Σαρακατσάνους, που ζούσαν οργανωμένα σε επίπεδο οικογένειας (Τσελιγκάτα), σε «κονάκια» δίπλα στα λιβάδια όπου έβοσκαν τα ζώα τους…
Ωστόσο, όπως διαπιστώνει ο κ. Καψάλης, η μετακινούμενη κτηνοτροφία τα τελευταία 30 χρόνια εμφανίζει σημαντική μείωση, με αποτέλεσμα σημαντικά πολιτισμικά, ιστορικά κοινωνικοοικονομικά στοιχεία να κινδυνεύουν να χαθούν. Πλέον, οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι μετακινούν τα ζώα τους με φορτηγά και ελάχιστοι έχουν μείνει να κάνουν πεζή με τα ζώα τους τις διαδρομές. «Θα θέλαμε να ξαναγυρίσει αυτή η πρακτική καθώς η μετακινούμενη αιγοπροβατοτροφία, αποτελεί εξέλιξη του νομαδικού συστήματος εκτροφής και η εμφάνισή της σε μεσογειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, έγκειται στις ιδιαίτερες εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν», διευκρινίζει.
«Πρόκειται για ένα σύστημα εκτροφής ιδιαίτερο και πολυδιάστατο. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στον τρόπο διαχείρισης που επιβάλλει τη μετακίνηση των κοπαδιών μεταξύ πεδινών και ορεινών – ημιορεινών περιοχών, έχοντας ως στόχο την καλύτερη αξιοποίηση της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης», επισημαίνει. Ως δέλεαρ για την επιστροφή της πρακτικής αυτής, ο κ. Καψάλης αναφέρει το σημαντικό οικονομικό όφελος που έχουν οι κτηνοτρόφοι από την εκμετάλλευση όσο το δυνατόν περισσότερων εκτάσεων για βοσκή (λιβάδια και χωράφια τα οποία είχαν συγκομιστεί), από τα οποία διέρχονταν τα κοπάδια ώστε να ξεκινήσει αργότερα και η εκμετάλλευση των χειμερινών λιβαδιών. Μάλιστα, την τελευταία 10ετία, που υπάρχουν αυξήσεις στο κόστος παραγωγής προϊόντων, όπως ζωοτροφών και πετρελαίου, οδήγησε και πολλούς Ισπανούς κτηνοτρόφους να ξαναρχίσουν τη μετακίνηση με τα πόδια. «Στην κατεύθυνση αυτή, ένας από τους λίγους κτηνοτρόφους που μετακινεί πεζή ένα κοπάδι 3000 προβάτων από το Βλαχογιάννι στη Σαμαρίνα, μου τόνισε ότι εξοικονομεί αρκετά χρήματα από την ελεύθερη βόσκηση καθώς η τροφή για τα 3000 πρόβατα, του κοστίζει μηνιαίως 12.000 ευρώ!», καταλήγει.
Άρθρα – Πληροφορίες
Κείμενο
Νατάσα Καραθάνου