Αδιάρρηκτος καρπός με περικάρπιο ξυλώδες (κάρυο) που φέρει κύπελλα (όπως π.χ. στα βαλανίδια). Κυπελλοφόρο κάρυο (βαλανίδι) Category: ΟρολογίαBy votaniki20 Απριλίου 2018Tags: βαλανίδιΚαρπόςΚάρυο κοινοποιήστε Share on FacebookShare on Facebook TweetShare on Twitter Share on LinkedInShare on LinkedIn Post navigationPreviousPrevious post:Προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Natura 2000NextNext post:Πτερυγιοφόρο κάρυοΣχετικά ΆρθραΑνθικός τύπος28 Ιουνίου 2019Αλπικά είδη31 Ιανουαρίου 2019Ηπειρωτικά είδη31 Ιανουαρίου 2019Ομαδοπαγείς22 Ιανουαρίου 2019Συνηρεφείς22 Ιανουαρίου 2019Ζώνη οξιάς-ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia)21 Ιανουαρίου 2019