Διεθνής ερευνητική ομάδα αποκαθιστά την κατάσταση διατήρησης 17 φυτικών ειδών που πιστεύαμε ότι έχουν εξαφανισθεί από την Ευρώπη για πολλές δεκαετίες μετά την ταξινομική αναθεώρηση και επαλήθευση της επανεύρεσής τους στη φύση ή της παρουσίας τους σε ex situ συλλογές. Καθίσταται έτσι δυνατή η εφαρμογή προγραμμάτων διατήρησης για πολλά από αυτά τα είδη, τα οποία εξακολουθούν να είναι σπάνια είτε απειλούνται με «νέα» εξαφάνιση. Η μελέτη δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο διεθνούς κύρους επιστημονικό περιοδικό Nature Plants.
Ρώμη, 9 Μαρτίου 2021 – Τριάντα έξι φυτικά είδη της Ευρώπης θεωρούνταν εξαφανισμένα για πολλές δεκαετίες. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει για 17 από αυτά, που αποκαθίστανται χάρη σε μια μελέτη που μόλις δημοσιεύθηκε.
Διεθνής ομάδα ερευνητών, με επικεφαλής τους ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Roma Tre, διεξήγαγε λεπτομερή έρευνα για 36 Ευρωπαϊκά ενδημικά φυτικά είδη που χαρακτηρίζονταν ως «εξαφανισμένα», ανακαλύπτοντας ότι 17 από αυτά κάθε άλλο παρά είχαν εξαφανισθεί. Τρία είδη επανευρέθηκαν ως αποτέλεσμα ερευνητικής εργασίας πεδίου (Astragalus nitidiflorus Jiménez Mun. & Pau, Ligusticum albanicum Jávorska. και Ornithogalum visianicum Tomm. ex Vis.), δύο έχουν διατηρηθεί σε Ευρωπαϊκούς βοτανικούς κήπους και τράπεζες σπερμάτων (Armeria arcuata Welw. ex Boiss. & Reut., Hieracium hethlandie (F. Hanb.) Pugsley), ενώ τα υπόλοιπα κατατάχθηκαν σε διαφορετικά είδη σύμφωνα με πρόσφατα ταξινομικά δεδομένα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Nature Plants σε άρθρο με τίτλο “Seventeen “extinct” plant species back to conservation attention in Europe” – URL: https://dx.doi.org/10.1038/s41477-021-00878-1
Η έρευνα συντονίσθηκε από τον καθηγητή Thomas Abeli και την Dr. Giulia Albani Rocchetti του Τμήματος Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Roma Tre (Ιταλία) με τη συμμετοχή επιστημόνων από ένα μεγάλο δίκτυο ερευνητικών ιδρυμάτων, πανεπιστημίων, μουσείων και βοτανικών κήπων. Πιο συγκεκριμένα συμμετείχαν ακόμα οι: Dr. Zoltán Barina από το WWF (Ουγγαρία), Dr. Ιωάννης Μπαζός από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Dr. David Draper από το Museo Nacional de Història Natural e da Ciência (Λισσαβώνα, Πορτογαλία) και το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας (Βανκούβερ, Καναδάς), Dr. Patrick Grillas από τον βιολογικό σταθμό του Tour du Valat (Αρλ, Γαλλία), καθηγητής José Maria Iriondo από το Πανεπιστήμιο Rey Juan Carlos (Μαδρίτη, Ισπανία), Dr. Emilio Laguna από το Wildlife Service – CIEF (Βαλένθια, Ισπανία), καθηγητής Juan Carlos Moreno-Saiz από το Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και το Center for Research on Biodiversity and Global Change (Μαδρίτη, Ισπανία), Dr. Fabrizio Bartolucci από το Πανεπιστήμιο του Καμερίνο (Ιταλία). Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή του παγκόσμιου δικτύου βοτανικών κήπων Botanic Garden Conservation International (BGCI).
Ο καθηγητής Thomas Abeli επισημαίνει ότι «η μελέτη απαιτούσε σχολαστική έρευνα, για την επαλήθευση συχνά ανακριβών πληροφοριών, που αναφέρονταν από διαφορετικές πηγές χωρίς την απαιτούμενη εξακρίβωση. Εξαιρετική περίπτωση μεταξύ των 17 ειδών αποτελεί το Πορτογαλικό ενδημικό είδος Armeria arcuata, που είχε θεωρηθεί εξαφανισμένο για δεκαετίες και τελικά βρέθηκε να διατηρείται, πιθανώς όχι ηθελημένα, στον Βοτανικό Κήπο του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης στην Ολλανδία. Γενετικές έρευνες διεξάγονται για την επιβεβαίωση της ανακάλυψης αυτής. Παρόλο που η επανεύρεση των 17 ειδών αποτελεί αναμφίβολα ένα πολύ καλό νέο, δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι άλλα 19 είδη έχουν εξαφανισθεί για πάντα. Κατά συνέπεια η αποτροπή εξαφάνισης ειδών έχει μεγάλη σημασία. Η πρόληψη είναι σαφώς περισσότερο εφικτή από την επανεύρεση (de-extinction), δράση στην οποία εστιάζεται το έργο της ερευνητικής μου ομάδας, η οποία ωστόσο παραμένει αμιγώς θεωρητική και με ισχυρούς ηθικούς και τεχνολογικούς περιορισμούς».
Η έρευνα αυτή επιβεβαιώνει ότι οργανισμοί που θεωρούνταν εξαφανισμένοι για πολλές δεκαετίες, είναι δυνατό να ξαναβρεθούν χάρη στη συνεχή έρευνα πεδίου, που υποστηρίζεται από πανεπιστήμια, μουσεία, βοτανικούς κήπους και τράπεζες σπερμάτων. Σημαντικές επενδύσεις σε τέτοιου είδους ιδρύματα έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη, επιτρέποντας την αποτελεσματική αποτροπή της οριστικής απώλειας βιοποικιλότητας, ακόμη και όταν οι ευνοϊκές συνθήκες για τη διατήρηση φυσικών πληθυσμών δεν υφίστανται πλέον. Ωστόσο, η μεγαλύτερη συμβολή στην αποκατάσταση εξαφανισμένων ειδών προέρχεται από την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην ταξινομική γνώση, καταδεικνύοντας όσο ποτέ άλλοτε, την τεράστια δυναμική της Ταξινομικής στον τομέα της βιολογίας διατήρησης, χάρη και στις προηγμένες τεχνικές (μορφομετρικές και μοριακές αναλύσεις, μικροσκοπία, επεξεργασία δεδομένων) για τη διερεύνηση της ποικιλότητας των ειδών. Η χλωριδική έρευνα η οποία περιλαμβάνει, τη μελέτη υλικού που διατηρείται σε herbaria, την κριτική μελέτη της βιβλιογραφίας και την έρευνα στο πεδίο, επιτρέπει τη δημιουργία χλωριδικών καταλόγων ή χλωρίδων, που αποτελούν ουσιαστικό εργαλείο για την κατανόηση και την προστασία της φυτικής ποικιλότητας.
Η μελέτη αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διατήρηση των 17 επανευρεθέντων ειδών. Ακόμη και αν τίποτα δεν μπορεί να γίνει για τη διατήρηση ενός ήδη εξαφανισμένου είδους, η επανεύρεση 17 ειδών της Ευρωπαϊκής χλωρίδας, θα επιτρέψει την ανάπτυξη ad hoc προγραμμάτων διατήρησης. Επιπλέον, χάρη στη συγκεκριμένη μελέτη, η Ευρώπη «ανακτά» βιοποικιλότητα, κάνοντας ένα σημαντικό βήμα προς την επίτευξη των στόχων που τέθηκαν από τη Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα (CBD) και την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών.
Μέσω Δελτίου Τύπου της Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας