Πάνος Γρίσπος†, Δασολόγος
Ο Πλάτανος του Μενδρεσέ
Ο πρώτος που επεσκέφθη τας Αθήνας μετά την απελευθέρωσιν, κατά το έτος 1830, ο Γάλλος περιηγητής και ιστορικός Μισώ (Michund) μας πληροφορεί ότι μέσα στην ερειπωμένην πόλιν δεν υπήρχον ει μη 2-3 φοινικόδενδρα και κυπαρίσσια. Στο πτωχόν αυτό πράσινον ας προσθέσωμεν και λίγα πλατάνια που υπήρχον σε διάφορα σημεία μέσα και έξω από την πόλιν, μεταξύ δε αυτών ήτο και ο εντός του Μενδρεσέ πολυπαθής πλάτανος, που στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα ευρωστότερα κλωνάρια του εχρησίμευαν για εκτελέσεις θανατοποινιτών. Δυστυχώς και στα χρόνια του Όθωνος ο Μενδρεσές εξηκολούθησε να χρησιμοποιήται ως φυλακή και εις αυτήν ενεκλείσθη ο ποιητής Παράσχος, ως αντιδυναστικών φρονημάτων, στα 1861 οπότε και έγραψε το γνωστό ποίημα το οποίον αρχίζει με τους στίχους:
«Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο,
της τυραννίας σύμβολο, στη φυλακή υψωμένο.»
Αλλά όσους άλλους πλατάνους και άλλα δένδρα αν ανακαλύψωμεν η αυχμηρά εικών της αδένδρου Αθήνας δεν μεταβάλλεται. Οι πολεμικές επιχειρήσεις από τον καιρό του Μοροζίνη, οι δηώσεις, οι εμπρησμοί της πόλεως και των πέριξ λόφων, ακόμη και του ελαιώνος, είχον αποφαλακρώσει το τοπείον. Οι περί την Ακρόπολιν λόφοι, ο Αρδηττός μετά του Άγρα, ο Λυκαβηττός, τα Τουρκοβούνια, ήσαν γυμνοί και κατάξηροι.
Ολιγόδενδρα περίχωρα
Όταν εγκαταστάθηκε ο βασιλεύς με την Αμαλία και την Κυβέρνησιν, εις την νέαν του πρωτεύουσαν καθώς μας διηγείται ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, εις τινα δεξίωσιν εις τα ανάκτορα, έγινε παρουσίασις εις τους βασιλείς των ανωτέρων υπαλλήλων του βασιλείου. Εις έναν από αυτούς, η Αμαλία είπε: «Τα περίχωρα των Αθηνών μου αρέσουν πολύ». Και ο υπάλληλος απήντησε: «Τα περίχωρα των Αθηνών είναι ολιγόδενδρα». Στην παρατήρησιν αυτήν η Αμαλία ανταπήντησε: «Ο ελαιών είναι ωραίος και η γυμνότης του δεν βλάπτει το σχήμα των λόφων».
Ημπορεί, βέβαια, από απόψεως γραφικότητος οι γυμνοί λόφοι να είναι πιο καλλίγραμμοι από τους δασωμένους, αλλά η γυμνότης είναι γυμνότης και το πράσινο, πράσινο. Ο Λουδοβίκος δεν έπαυε να γράφη στη νύφη του από την Βαυαρία, ότι έχουν ανάγκη πολλής σκιάς αι Αθήναι και να την συμβουλεύη να φυτέψη πλατάνους.
Αλλά στην κατάσταση που βρισκόταν τότε η Αθήνα, από που ν’ αρχίσης και τι να πρωτοφτιάξης; Η Αμαλία, οποιαδήποτε κι’ αν ήσαν τα φιλοδασικά της αισθήματα, στο διάστημα των 32 χρόνων της οθωνικής περιόδου, δεν κατώρθωσε να δώση στην πρωτεύουσα ει μη δύο πάρκα και δύο δενδροστοιχίες.
Πλατεία Κλαυθμώνος (Ανάκτορα)
Το ένα από τα πάρκα είναι ο σημερινός κήπος Κλαυθμώνος ή των Δακρύων, ο οποίος ιδρύθη ως ανακτορικός κήπος του πρώτου προσωρινού ανακτόρου, διά το οποίον εχρησιμοποιήθησαν αι δύο οικίαι του Αφθονίδου και του Βούρου. Ο δεύτερος είναι ο συνεχόμενος προς το ανάκτορον του Όθωνος σημερινός εθνικός κήπος και από τις δενδροστοιχίες η μία η της λεωφόρου Αμαλίας, η οποία εφυτεύθη διπλή και η άλλη επί της οδού Πειραιώς, η οποία εφυτεύθη ιδιαιτέρως πυκνή. Έφυτεύθησαν επίσης, ή τουλάχιστον εσχεδιάσθησαν και τινες άλλοι δημόσιοι κήποι, όπως της πλατείας Συντάγματος, της πλ. Λουδοβίκου, της πλ. του Λαού, αναδασώσεις όμως δεν επεχειρήθησαν παντάπασιν.
Είναι συνεπώς εσφαλμένες οι πληροφορίες ότι η Αμαλία επέδειξεν ενδιαφέρον διά την αναδάσωσιν των περί την πόλιν λόφων, όπως εκείνες του δημοσιογράφου και συγγραφέως λαϊκών μυθιστορημάτων Αριστείδου Ν. Κυριακού (αρχισυντάκτου του Χρόνου), ο οποίος στον βιβλίον του «Η Έξωσις» γράφει: «Οι άνυδροι και ξηροί λόφοι της Πνυκός, οι περί την Ακρόπολιν, του Άντρου των Νυμφών, του Λυκαβηττού, διά δενδρυλλίων ανεδασούντο στεφανούντες την εκ της βάσεως αυτών αναδυομένην πόλιν ρυμοτομουμένην και εξωραϊζομένην διά πολλών ωραίων και κομψών οικοδομών».
Οι Βασίλισσες
Επισημότερα, ο δασολόγος Πέτρος Κοντός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρόεδρος Ακαδημαϊκός, γράφει ότι «αι αναδασώσεις εις την Ελλάδα και ιδία περί τας Αθήνας, ηυνοήθησαν από τας βασιλίσσας Αμαλίαν, ιδία δε την Σοφίαν». Αλλά, όπως είπομεν η ιστορική αλήθεια είναι άλλη. Η Αμαλία δεν έλαβε την ευκαιρίαν ούτε τον χρόνον είχε να ασχοληθή με το ζήτημα των αναδασώσεων και γι’ άλλους πολλούς λόγους, αλλά και διότι δεν υπήρχε αρμοδία Υπηρεσία να της εισηγηθή το θέμα και ν’ αναλάβη την εκτέλεσιν των αναδασώσεων από τεχνικής απόψεως.
Περί Όλγας δεν γίνεται λόγος, διότι τα γεωργικά εν γένει και ιδιαιτέρως τα δασικά θέματα δεν την απησχόλησαν. Το ενδιαφέρον της εκέρδισαν τα θέματα της δημοσίας υγείας και της περιθάλψεως περισσότερον δε έσκυψε πάνω από το κρεββάτι του πόνου, από κάθε άλλην βασίλισσαν. Η Όλγα σ’ όλη της την ζωή υπήρξε μια αδελφή του ελέους. Κι’ όμως εις τα χρόνια της Όλγας έγινε έναρξις των αναδασώσεων των πέριξ των Αθηνών λόφων.
Δασική Υπηρεσία
Την πρωτοβουλίαν ανέλαβε η Δασική Υπηρεσία. Αλλά ποια Δασική Υπηρεσία, αφού η Υπηρεσία αυτή εις τα 1877 διελύθη ολοσχερώς, αφού από το 1843 μέχρι τότε το Κράτος δεν μπορούσε να καταλάβη ότι «δασική» Υπηρεσία χωρίς «δασικώς» μορφωμένον προσωπικόν δεν ημπορούσε να υπάρξη; Έτσι κατέληξαν στα 1877 με τον νόμον ΧΙΓ΄ να διαλύσουν την Υπηρεσίαν και να αναθέσουν τα μεν δασικά αδικήματα εις την αρμοδιότητα της Χωροφυλακής, τα δε οικονομικά στους Οικ. Εφόρους.
Στο Υπουργείον Οικονομικών παρέμεινε το Τμήμα Δασών ως πυρήν διά την εν καιρώ σύστασιν πραγματικής Δασικής Υπηρεσίας. Προϊστάμενος του Τμήματος ήτο ο δασολόγος Παναγής Βαλσαμάκης, υπηρέτουν δε παρ’ αυτώ δύο δασολόγοι με τον βαθμόν του Επιθεωρητού δασών. Υπάρχει ακόμη ένας Γραμματεύς διά την διεξαγωγήν της αλληλογραφίας του Τμήματος, προσετέθησαν δε βραδύτερον ένας δασολόγος με τον βαθμόν ομοίως του Επιθ. Δασών (Δασάρχαι ήσαν οι Ανθυπομοίραρχοι της Χωρ/κής) ένας λογιστής (1887) και ακόμη βραδύτερον ένας δασονομικός Γεωμέτρης (Πολ. Μηχανικός).
Ο δασικός αυτός πυρήν του Υπουργείου Οικονομικών ανέλαβε το έργον της αναδασώσεως των περί των πρωτεύουσαν λόφων, ήτοι την δημιουργίαν δασυλλίων εξωραϊστικής μορφής. Το έργον αυτό ηδύνατο τώρα να το επιχειρήση το Τμήμα δασών, με την απαλλαγήν του από τα καθήκοντα διοικήσεως και με την ευχέρειαν διαθέσεως κονδυλίων για δασοτεχνικάς εργασίας.
Οι προϋπολογισμοί
Πράγματι, παρακολουθούντες τους προϋπολογισμούς του Τμήματος δασών, από του 1877 και εντεύθεν, εν συγκρίσει με εκείνους τους προ του έτους 1877 παρατηρούμε τα εξής: Το ύψος του προϋπολ/σμού των εξόδων ανήρχετο προ του 1877 κατά μέσον όρον εις 140.000 δραχ. εξ ων για μισθοδοσία του δασικού προσωπικού δραχ. 97 – 98 χιλιάδες. Μετά το 1877 το ύψος του προϋπολογισμού των εξόδων πίπτει εις 82.000 δραχ. το 1878, εις 93 χιλ. το 1880 και από του οποίου συνεχίζεται ελαφρώς αυξανόμενον. Διά το προσωπικόν των δασών διατίθεται εις επιμίσθια προς την Χωροφυλακήν και τους Εφοριακούς υπαλλήλους το ποσόν των δραχ. 70 χιλ. το έτος 1878 και 75 χιλ. το 1880. Διατηρούνται αι δαπάναι εις το αυτό ύψος μέχρι του 1884 ενώ το 1885 διατίθεται εις μισθοδοσίαν το ποσόν των 97.860 δραχ. Ώστε εκ του κονδυλίου του Τμήματος δασών πάλι το μεγαλύτερο ποσοστόν διετίθετο διά μισθοδοτικούς σκοπούς, ενώ τα έξοδα τα χαρακτηριζόμενα ως καθαρώς «υπηρεσιακά» εκυμαίνοντο από 11.000 δραχ. (1878) μέχρι 16.500 δραχ. (1884).
Αλλά ήδη εμφανίζεται ένα νέον κονδύλιον υπό τον τίτλον «Καταμετρήσεις, οροθετήσεις, καλλιέργεια, επιστασία κλπ. δασών». Το κονδύλιον αυτό διά το έτος 1887 ανέρχεται εις 25.000 δραχ., ενώ κατά το αυτό έτος αναγράφεται πίστωσις δραχ. 1.500 δι’ αγοράν «επιστημονικών εργαλείων». Εκ τως ανωτέρω διαπιστούμεν ότι μετά την δημοσίευσιν του Ν. ΧΙΓ΄ το Τμήμα δασών αρχίζει να στρέφη την προσοχήν του προς τα δασοτεχνικά έργα, ενώ πρότερον ησχολείτο μόνον με την Διοίκησιν και την φορολογίαν των δασικών προϊόντων. Εις τα δασοτεχνικά έργα περιλαμβάνονται και αι αναδασώσεις υπαδηλούμεναι εν τω ρηθέντι κεφαλαίω του προϋπογισμού με την ένδειξιν «καλλιέργεια δασών».
Άλση – Πάρκα – Φυτείες
Ο λόγος για τον οποίον το ειδικόν άρθρον του προϋπολογισμού των Εξόδων του Τμήματος δασών δεν ομιλεί περί αναδασώσεων, αλλά περί «καλλιεργείας δασών» είναι ο εξής: Κατά την εποχήν εκείνην ουδεμία υπήρχε πείρα περί την εκτέλεσιν αναδασώσεων με άγρια φυτά. Οι Έλληνες δασολόγοι του Τμήματος δασών προήρχοντο από Γερμανικάς Σχολάς, όπου είχον φοιτήσει και όπου αι τεχνηταί αναδασώσεις γίνονται υπό διαφόρους κλιματεδαφικάς συνθήκας ή εν Ελλάδι, ουδεμία δε αντιγραφή των γερμανικών ή γενικώτερα των μεσευρωπαϊκών μεθόδων εχωρούσε. Οι Έλληνες δασολόγοι εβάδιζον εντελώς στα τυφλά αναζητούντες τον δρόμον των μέσα εις το σκότος. Υπήρχε συνεπώς, ο φόβος της ενδεχομένης αποτυχίας. Υπήρχε όμως και δεύτερος λόγος, ο φόβος ότι η Δασική Υπηρεσία ήτο ενδεχόμενον να κατηγορηθή για πολυπραγμοσύνη. Και πραγματικά αντιμετώπισε αργότερα αυτήν την κατηγορίαν.
Τούτο δε διότι, αι περί την πόλιν και εν γένει αι εντός ή πέριξ κατωκημένων μερών φυτείαι και αναδασώσεις, αποσκοπούν την δημιουργίαν εξωραϊστικής σημασίας αλσών ή πάρκων και από της απόψεως αυτής δεν εμπίπτουν εις την δικαιοδοσίαν της Δασικής Υπηρεσίας όσον τουλάχιστον κατά την εποχήν εκείνην ο δασικός Νόμος προέβλεπε. Διότι κατά το άρθρον 1 του Ν. ΑΧΝ του 1888 «περί διακρίσεως και οροθεσίας δασών» ο χαρακτηρισμός μιας φυτείας ως δάσους απαιτούσε όπως αύτη είναι προορισμένη προς παραγωγήν δασικών προϊόντων, ήτοι ξυλείας και άλλων ειδών, πάντως δασικών. Κατά συνέπειαν ο εξωραϊστικός σκοπός των περί τας πόλεις αλσών δεν ενέπιπτε εις τας διατάξεις του ανωτέρω άρθρου. Ευνόητον, λοιπόν, είναι ότι ο παραμερισμός του κωλύματος αυτού ως σχολαστική εφαρμογή του νόμου θα ήτο ανεκτός μόνον εις περίπτωσιν επιτυχίας. Αλλά η επιτυχία ήτο αμφίβολος ένεκα ελλείψεως πείρας, διά το αδύνατον αντιγραφής των ευρωπαικών προτύπων και, όπως απεδείχθη βραδύτερον, ένεκα της ειδικής δασοκομικής μεταχειρίσεως που απαιτούν τα δασικά φυτά.
Φυτώρειον
Είναι ευτυχής συγκυρία ότι εις το έργον των αναδασώσεων δεν έλαβον πρωτοβουλίας οι Γεωπόνοι, διότι τα γεωργικά φυτά τελούν υπό εντελώς διαφορετικάς φυτοκομικάς συνθήκας ή τα άγρια δασικά φυτά, μία δε τοιαύτη ανάμιξις θα συνεπέφερε ευθύς εξ αρχής την αποτυχίαν. Όπως πάντως και αν έχη το πράγμα, το Τμήμα δασών απεφάσισε να αναλάβη την πρωτοβουλίαν και την ευθύνην της αναδασώσεως των περί τας Αθήνας λόφων χωρίς νομικόν κάλυμμα, με γλίσχρα οικονομικά και τεχνικά μέσα και χωρίς πείραν από κανένα προηγούμενον.
Προ πάσης αναδασώσεως, όμως, απαιτείται η ίδρυσις φυτωρείου προς παραγωγήν των αναγκαίων διά τας αναδασώσεις φυτών. Κατά την εποχήν του Όθωνος φυτώρεια εις τας Αθήνας δεν υπήρχον όχι διά την παραγωγή δασικών φυτών, αλλά ούτε γεωργικών, ούτε καλλωπιστικών. Διά τας ανάαγκας των δύο φυτευθέντων ανακτορικών κήπων εισήχθησαν φυτά εκ του εξωτερικού και μάλιστα εξ Ιταλίας οπόθεν επρομηθεύθησαν 15.000 δενδρύλλια και άλλα φυτά διά τας ανάγκας του κήπου των Νέων Ανακτόρων.
Ακόμη και διά τας δενδροστοιχίας εισήχθησαν τότε και εγκλιματίσθησαν στην χώρα μερικά καλά είδη δενδροστοιχειών, όπως η Ακακία, η Ροβινία, εκ Γεωργίας και Πενσυλβανίας των Η.Π.Α., η Σοφόρα η Ιαπωνική, η Πιπεριά, ο Αίλαντος και τινα άλλα. Από της εποχής όμως της Αμαλίας και εντεύθεν προήχθη διά της ιδιωτικής πρωτουβουλίας η ίδρυσις και παραγωγή φυτωρείων γεωργικών και καλλωπιστικών φυτών εις τα περίχωρα των Αθηνών, αφού και αυτή η Αμαλία ίδρυσε στα 1862 τον πύργο της βασιλίσσης και περί αυτόν φυτώρεια αμπέλων, οπωροφόρων δένδρων και άλλων ειδών.
Δασικόν όμως φυτώρειον ουδέποτε ουδαμού εν Ελλάδι ιδρύθη υπό ιδιωτών ή κοινοτήτων κατά τον παρ. αιώνα. Δασικά φυτώρεια ίδρυσε μόνη η Δασική Υπηρεσία και εξακολουθεί να ιδρύη και να συντηρή. Αύτη δε υπήρξε η πρώτη σκέψις του Τμήματος δασών, όταν απεφάσισε την ενέργειαν αναδασώσεων.
Οι περί το Στάδιον λόφοι
Η καταλληλοτέρα θέσις διά την ίδρυσιν φυτωρείου είναι πλησίον εις τον αναδασωτέον χώρον και αν είναι δυνατόν μέσα στον ίδιο τον αναδασωτέον χώρον. Έπρεπε συνεπώς να προαποφασισθή ποίος θα ήτο ο αναδασωτέος χώρος. Και ως τοιούτος επελέγη ο χώρος των περί το Στάδιον λόφων, ήτοι του Αρδηττού και του Άγρα. Οι λόγοι διά τους οποίους επροτιμήθησαν οι λόφοι αυτοί είναι ότι, πρώτον εις τους πρόποδας αυτών έρρεε ο Ιλισός, παρέχων ύδωρ εις αρκετήν ποσότητα τόσον διά τας ανάγκας του φυτωρείου, ιδρυθέντος παροχθίως, όσον και διά τας ανάγκας ποτίσματος των φυτευομένων φυταρίων εις την οριστικήν των θέσιν.
Έπειτα δε, διότι επί των λόφων αυτών υπήρχον αι λιγότεραι ιδιοκτησιακαί διεκδικήσεις εκ μέρους ιδιωτών, εκκλησιών, μονών και άλλων προσώπων. Ιδίως αι μοναστηριακαί και εκκλησιαστικαί διεκδικήσεις ήσαν σοβαρώταται διότι τα ιδρύματα ταύτα είχον τας μεγαλυτέρας ιδιοκτησίας εν Αθήναις, καθ’ όλην την Αττικήν και αλλαχού. Μη λησμονώμεν ότι επ’ αυτής της προ του Σταδίου γεφύρας υπήρχε επί τουρκοκρατίας γυναικεία μονή ως αναφέρουν οι περιηγηταί Spon και Babin ενώ ο Καμπούρογλου αναφέρει την «ύπαρξιν κατά τον Ιλισόν των αξιολόγων εκκλησιών, Παναγίας στην Πέτρα, και Εσταυρωμένου Πέτρου ως και της δρομικής επί της νησίδος …» (Καμπ.Ιστ. των Αθηναίων, Τομ. Β΄ σ. 435 Αθήναι 1969).
Αρδηττός και Άγρα
Λόγω όμως της υπάρξεως του κατερειπωμένου Σταδίου, το οποίον ανεμαρμάρωσε ο Αβέρωφ, οι διεκδικήσεις εδώ ήσαν ολιγώτεραι ή ανύπαρκτοι, μάλιστα δε προκειμένου περί διαλελυμένων μονών ή μη υπαρχουσών πλέον εκκλησιών. Έτσι κατά το αυτό έτος της δημοσιεύεσεως του Ν. ΧΙΓ του 1877 έκαμε έναρξιν το Τμήμα δασών της διαμορφώσεως του δασικού φυτωρείου παρά τον Ιλισόν, όπως προκύπτει από πρότασιν του Τμηματάρχου δασών Π. Βαλσαμάκη προς το Υπουργείον περί διορισμού ως εργατοφύλακος αναδασώσεων του Γεωργίου Κατρυμπή. Ο εργατοφύλαξ αυτός, έχων κατά πάσαν πιθανότητα την ειδικότητα του γεωργού ή κηπουρού, απεδείχθη σημαντικός βοηθός των δασολόγων, διότι καθ’ ην εποχήν οι δημόσιοι υπάλληλοι απελύοντο με κάθε αλλαγήν Κυβερνήσεως ή και Υπουργού με βάσιν κομματικά κριτήρια, ο Κατρυμπής υπηρέτησε επί μακράν σειράν ετών υπό τρεις διαφόρους προϊσταμένους του Τμήματος.
Ώστε είναι βέβαιον ότι αι αναδασώσεις των περί τας Αθήνας λόφων ήρχισαν από τον Αρδηττόν και Άγραν κατά τα έτη 1878 ή 79. Το εφαρμοσθέν σύστημα αναδασώσεως ήτο το διά φυτεύσεως φυταρίων προερχομένων εκ φυτωρείων, και όχι το διά σποράς. Κατά πόσον τα χρησιμοποιούμενα φυτάρια προήρχοντο εκ μεταφυτεύσεως ή όχι, κατά πόσον δηλ. ήσαν μονοετή ή διετή, τούτο ουδαμόθεν τεκμαίρεται. Το χρησιμοποιηθέν βοτανικόν είδος, ήτο η χαλέπιος πεύκη, όπως μαρτυρείται από την επί των λόφων φυτείαν, ασφαλώς δε οι σπόροι θα ήσαν προελεύσεως Αττικής. Κατά πόσον αι αναδασώσεις ενεφάνησαν αποτυχίας και ποίον υπήρξε το ποσοστόν αποτυχιών δεν γνωρίζομεν, πάντως αι επιτυχίαι θα ήσαν ενθαρρυντικαί διότι βλέπομεν εν συνεχεία να επεκτείνωνται αύται από το Στάδιον εις τον Λυκαβηττόν.
Λυκαβηττός
Εις το Λυκαβηττόν αι αναδασώσεις έγιναν κατά πρώτον επί χώρου κειμένου όπισθεν του ναού του Αγ. Νικολάου και όπισθεν της Σχιστής Πέτρας επί εκτάσεως 18 βασ. στρεμμάτων και 598 τ.μ. Βεβαίως έγιναν τμηματικώς κατά έτη, πάντως πρέπει να είχον αρχίσει προ πενταετίας, οπόταν συνέβη εις τας 4 Ιανουαρίου του 1885 το θλιβερόν επεισόδιον μεταξύ του πρεσβευτού της Αγγλίας Νίκολσον και του δασοχωροφύλακος Καλπούζου του οποίου επεισοδίου κατάληξις υπήρξε αποζημίωσις σημαίας εν τη πλατεία Συντάγματος την 7 Ιανουαρίου (π.η.). Το επεισόδιον όμως αυτό αποδεικνύει ότι αι αναδασούμεναι εκτάσεις εφυλάσσοντο και μάλιστα εφυλάσσοντο αυστηρώς. Την αυστηρήν αυτήν φύλαξιν, κατόπιν του επεισοδίου Νίκολσον – Καλπούζου, η Διοίκησις και η Ιστορία, επέρριψαν εις την προσωπικήν και κακώς νοουμένην αυστηρότητα του δασοφύλακος.
Αλλά εις την πραγματικότητα η αυστηρότης αύτη ήτο διατεταγμένη άνωθεν, η δε εκλογή του Καλπούζου εις την θέσιν ταύτην ασφαλώς θα είχε γίνει με βάσιν και κριτήριον τον χαρακτήρα του. Είναι ακόμη χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι καθ’ ην εποχήν η Δασική Υπηρεσία διέθετε 300 χωροφύλακας διά την φύλαξιν των δασών ολοκλήρου της χώρας, διέθεσε ένα τοιούτον διά την φύλαξιν μιας εκτάσεως πέντε στρεμμάτων. Πάντως το επεισόδιον της 4ης Ιανουαρίου 1885 δεν ανέκοψε την αναδασωτικήν προσπάθειαν, η οποία συνεχίσθη εις τον Λυκαβηττόν όπου διά το πότισμα υπήρχε νερό του υδραγωγείου της πόλεως και το έδαφος ήτο χωματώδες.
Φιλοδασική Ενωσις Αθηνών
Δεν φαίνεται να είναι ακριβής η δημοσιευθείσα πληροφορία ότι διά τας αναδασώσεις αυτάς ο Γεώργιος εκάλεσε εκ Δανίας δασολόγον ή δασοκόμον. Τούτο ουδαμού εμφαίνεται εις τα αρχεία και την δασικήν βιβλιογραφίαν. Το βέβαιον όμως είναι ότι αι αναδασώσεις με τας προϋποθέσεις που εγίνοντο δεν ημπορούσαν να πάρουν μεγάλην έκτασιν. Αι προϋποθέσεις αυταί ήσαν φύσεως, αφ’ ενός οικονομικής και αφ’ ετέρου νομικής ή νομοθετικής.
Τούτο διείδε ο περί το τέλος του ΙΘ΄αι. Τμηματάρχης δασών, Σάμιος, ο οποίος διά να ανεξαρτοποιήση τας αναδασώσεις από οικονομικής απόψεως ίδρυσε την Φιλοδασικήν Ένωσιν Αθηνών, σωματείον ιδιωτικόν, αλλά υπό την υψηλή προστασίαν της πριγκηπίσης Σοφίας τεθέν. Συγχρόνως εδημοσίευσε τον νόμον ΒΨΜ του 1900 περί αναδασώσεων και έτσι έθεσε τας βάσεις ευρείας αναπτύξεως της αναδασωτικής προσπαθείας.
Αρχομένου του Εικοστού αιώνος η αναδάσωσις των αθηναϊκών γυμνών και ξηρών λόφων έμπαινε σε καλό δρόμο.
Άρθρα – Πληροφορίες
Δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Τα Αθηναϊκά» (Τεύχος 45 / 1970)