Ξηρός διαρρηκτός, πολύσπερμος καρπός που προκύπτει από ένα καρπόφυλλο και που διαρρηγνύεται στη μια πλευρά του (σχίζεται). Category: ΟρολογίαBy votaniki27 Μαρτίου 2018Tags: διαρρηκτόςθύλακοςΚαρπός κοινοποιήστε Share on FacebookShare on Facebook TweetShare on Twitter Share on LinkedInShare on LinkedIn Post navigationPreviousPrevious post:ΘερόφυτοNextNext post:ΘυσσανώδεςΣχετικά ΆρθραΑνθικός τύπος28 Ιουνίου 2019Αλπικά είδη31 Ιανουαρίου 2019Ηπειρωτικά είδη31 Ιανουαρίου 2019Ομαδοπαγείς22 Ιανουαρίου 2019Συνηρεφείς22 Ιανουαρίου 2019Ζώνη οξιάς-ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia)21 Ιανουαρίου 2019