Στρογγυλευμένη διαίρεση ή τμήμα ενός οργάνου (π.χ. φύλλο). Κόλπος και λοβός σε λοβωτό φύλλο Category: ΟρολογίαBy votaniki28 Μαρτίου 2018Tags: λοβόςσχήμα κοινοποιήστε Share on FacebookShare on Facebook TweetShare on Twitter Share on LinkedInShare on LinkedIn Post navigationPreviousPrevious post:ΛέπυραNextNext post:ΛοβωτόΣχετικά ΆρθραΑνθικός τύπος28 Ιουνίου 2019Αλπικά είδη31 Ιανουαρίου 2019Ηπειρωτικά είδη31 Ιανουαρίου 2019Ομαδοπαγείς22 Ιανουαρίου 2019Συνηρεφείς22 Ιανουαρίου 2019Ζώνη οξιάς-ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia)21 Ιανουαρίου 2019