Doubly crenate, as when the teeth of a crenate leaf are also crenate – Διπλά πριονωτό Category: ΟρολογίαBy votaniki7 Ιανουαρίου 2019 κοινοποιήστε Share on FacebookShare on Facebook TweetShare on Twitter Share on LinkedInShare on LinkedIn Post navigationPreviousPrevious post:Όρος Ταΰγετος – Λαγκάδα Τρύπης (GR2550009)NextNext post:BicuspidateΣχετικά ΆρθραΑνθικός τύπος28 Ιουνίου 2019Αλπικά είδη31 Ιανουαρίου 2019Ηπειρωτικά είδη31 Ιανουαρίου 2019Ομαδοπαγείς22 Ιανουαρίου 2019Συνηρεφείς22 Ιανουαρίου 2019Ζώνη οξιάς-ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia)21 Ιανουαρίου 2019