Amplexicaul ΟρολογίαBy votaniki19 Δεκεμβρίου 2018Enlarged or expanded – Αυτό που μεγαλώνει ή μεγεθύνεται
Amphicarpous ΟρολογίαBy votaniki19 Δεκεμβρίου 2018Producing two types of fruit – Αυτό που παράγει δυο τύπους καρπών
Ament ΟρολογίαBy votaniki19 Δεκεμβρίου 2018Inflorescence consisting of a dense spike or raceme of apetalous, unisexual, small flowers – Ίουλος
Alternate ΟρολογίαBy votaniki19 Δεκεμβρίου 2018Born singly at each node – Κατ’ εναλλαγή ή εναλλασσόμενο