Bilabiate ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019Two-lipped, as many irregular flowers – Δίχειλο, όπως στα ζυγόμορφα άνθη Details
Bigeminate (Bijugate, Bijugous) ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019Twice divided into equal pairs – Διακλαδίζεται σε δύο ίσα ζευγάρια Details
Bifurcate ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019Two-forked; divided into two branches – Διαχωρίζεται σε δυο διακλαδώσεις Details
Bifoliate ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019With two leaves or two leaflets – Με δυο φύλλα ή με δυο φυλλάρια Details
Biflorous ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019Flowering in the spring and again in the autumn – Ανθίζει άνοιξη και φθινόπωρο Details
Bifid ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019Deeply two-cleft or two-lobed, usually from the tip – Βαθιά δίλοβο Details
Biferous ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019Appearing twice annually – Εμφανίζεται δυο φορές το χρόνο Details
Bast ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019The fibrous inner back of some trees; phloem – Φλοίωμα Details
Beak ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019A narrow or prolonged tip, as on some fruits and seeds – Μια μικρή ή επιμήκης κορυφή Details
Bearded ΟρολογίαBy votaniki8 Ιανουαρίου 2019Bearing one or more tufts of long hairs – Αυτό που φέρει μια δέσμη με μακριές τρίχες Details