Apocarp ΟρολογίαBy votaniki3 Ιανουαρίου 2019A flower with carpels forming separate pistils – Απόκαρπο
Apiculate ΟρολογίαBy votaniki3 Ιανουαρίου 2019Ending abruptly in a small slender point – Απότομα οξύληκτο
Aphyllopodic ΟρολογίαBy votaniki3 Ιανουαρίου 2019Having the lowermost leaves reduced to small scales – Αυτό που τα κατώτερα φύλλα του έχουν μεταμορφωθεί σε μικρά βράκτια
Antrorse ΟρολογίαBy votaniki3 Ιανουαρίου 2019Directly forward or upward – Με κατεύθυνση προς τα πάνω ή εμπρός