Πτερυγιοφόρο κάρυο
Αδιάρρηκτος καρπός με περικάρπιο ξυλώδες (κάρυο) που φέρει πτερύγιο.
Αδιάρρηκτος καρπός με περικάρπιο ξυλώδες (κάρυο) που φέρει πτερύγιο.
Αδιάρρηκτος καρπός με περικάρπιο ξυλώδες (κάρυο) που φέρει κύπελλα (όπως π.χ. στα βαλανίδια).